Η Δύναμη των Λέξεων
Το ηλεκτρονικό αυτό βιβλίο περιέχει ιστορίες γραμμένες από φοιτητές/ριες του Πανεπιστημίου Πατρών που συμμετείχαν στις διάφορες φάσεις της δράσης «Η Δύναμη των Λέξεων». Η δράση πραγματοποιήθηκε πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του εαρινού εξαμήνου 2023 από τη Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης, σε συνεργασία με την Κοινωνική Μέριμνα Φοιτητών, στο πλαίσιο του πιλοτικού προγράμματος «Συνταγογράφηση Βιβλιοθηκών», που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε από την Athens Comics Library, σε συνεργασία με το Refugee Week Greece, και το οποίο είναι ενταγμένο στο Europe Challenge 2022 του European Cultural Foundation. Εκτότε, συνεχίζεται αυτοτελώς από τη ΒΚΠ με τη συνδρομή εξωτερικών ομιλητών.
- Πρόλογικό σημείωμα
- Άνοιξη 2023
- Στροβιλισμός
- Ο οίκος του
- Το περίεργο γράμμα
- Δίκαιο και τιμωρία
- Οι αριθμοί στην τσέπη του
- Ένα δώρο
- Το μέλλον έχει ήδη έρθει. Απλά όχι για όλους μας…
- Φθινόπωρο 2023
Πρόλογικό σημείωμα
Το μικρό αυτό ηλεκτρονικό βιβλίο περιέχει ιστορίες γραμμένες από φοιτητές/ριες του Πανεπιστημίου Πατρών που συμμετείχαν στη δράση «Η Δύναμη των Λέξεων». Η δράση πραγματοποιείται από το εαρινό εξάμηνο του 2023 από τη Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης και σκοπός της είναι να βοηθήσει τους φοιτητές/ριες μέσα από τεχνικές δημιουργικής γραφής να σταθούν απέναντι σε ήπια ψυχικά άλγη και ψυχολογικές πιέσεις που δέχονται. Δευτερεύοντες στόχοι της δράσης είναι η από κοινού ανακούφιση από τα όποια ψυχολογικά τους ζητήματα, η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ των συμμετεχόντων, αλλά και η απόκτηση περισσότερης αυτοπεποίθησης, σιγουριάς και εμπιστοσύνης στον εαυτό τους.
Πρώτος κύκλος
Ο πρώτος κύκλος, ο οποίος έγινε σε συνεργασία με την Κοινωνική Μέριμνα Φοιτητών, εντάχθηκε στο πλαίσιο του πιλοτικού προγράμματος «Συνταγογράφηση Βιβλιοθηκών», που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε από την Athens Comics Library, σε συνεργασία με το Refugee Week Greece, και το οποίο είναι ενταγμένο στο Europe Challenge 2022 του European Cultural Foundation. Στόχος του προγράμματος ήταν να αναδείξει τη θεραπευτική δύναμη των ιστοριών και τις βιβλιοθήκες ως ασφαλείς χώρους ίασης. Η Βιβλιοθήκη μας επιλέχθηκε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα μαζί με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Φιλοθέης-Ψυχικού, τη Δημοτική βιβλιοθήκη Ραψάνης και τη Βιβλιοθήκη Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης Αγιάς. Μια επισκόπηση όλων των δράσεων μπορείτε να βρείτε στο podcast της εκπομπής "Βιβλιοθήκες στα FM" της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων & Επιστημόνων Πληροφόρησης.
Η δράση είχε συνολική διάρκεια έξι εβδομάδων, με δίωρες εβδομαδιαίες συναντήσεις, και πραγματοποιήθηκε το χρονικό διάστημα από 2 Μαρτίου έως 6 Απριλίου 2023, δια ζώσης, στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης στην Πανεπιστημιούπολη Ρίου. Η συμμετοχή ήταν δωρεάν και συμμετείχαν συνολικά 11 προπτυχιακοί φοιτητές/ριες του Πανεπιστημίου Πατρών. Μετά το πέρας της κύριας φάσης ακολούθησε μια δευτέρη σύντομη φάση δύο συνεδριών, ώστε οι φοιτητές/ριες να γνωρίσουν καλύτερα τεχνικές δημιουργικής γραφής.
Στον πρώτο κύκλο της δράσης συμμετείχαν η Δρ. Μαρία (Μάρω) Γαλάνη, ΕΕΠ του Τμήματος Επιστημών της Εκπαίδευσης και Κοινωνική Εργασίας, που συνέβαλε καθοριστικά στην συνολική εκπόνηση της δράσης, καθώς επίσης διεξήγαγε μία από τις συναντήσεις της, που είχε έμφαση στην παραστατική γραφή, τον Πατρινό λογοτέχνη Κώστα Λογαρά που παρευρέθηκε ως προσκεκλημένος ομιλητής σε δύο συναντήσεις για θέματα συγγραφής, και τον Γιάννη Φαρσάρη που διοργάνωσε ένα εργαστήριο μικρομυθοπλασίας. Ευχαριστούμε θερμά και τους τρεις για τη γενναιόδορη συμμετοχή τους.
Δεύτερος κύκλος
Ο δεύτερος κύκλος διήρκεσε οκτώ εβδομάδες και διεξαγόταν κάθε Πέμπτη από 19 Οκτωβρίου έως 16 Δεκεμβρίου, δια ζώσης, στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης στην Πανεπιστημιούπολη Ρίου. Η συμμετοχή ήταν δωρεάν και συμμετείχαν συνολικά 12 φοιτητές/ριες και μέλη του διοικητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου Πατρών. Όπως και στον πρώτο κύκλο, μετά την ολοκλήρωση των οκτώ συνεδριών ακολούθησαν δύο ακόμα με προσκεκλημένους ομιλητές. Στον δεύτερο κύκλο τίμησαν τη δράση με την παρουσία και τον λόγο τους δύο ευγενείς άνθρωποι των γραμμάτων της πόλης, ο Κώστας Λογαράς, διακεκριμένος ποιητής και πεζογράφος, και ο Διονύσης Καρατζάς, από τους πλέον γνωστούς ποιητές της Πάτρας.
Συντελεστές
Τη δράση υλοποιούν οι βιβλιοθηκονόμοι Αγγελική Γιαννοπούλου, Ευγενία Ορφανού και Αθανασία Σαλαμούρα, και η Μηχανικός Η/Υ και Πληροφορικής Χρυσάνθη Μηλιτσοπούλου. Την εποπτεία για τα θέματα ψυχικής υγείας ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Αναστασόπουλος, Ψυχολόγος της Κοινωνικής Μέριμνας του Πανεπιστημίου Πατρών και ο Καθηγητής του Τμήματος Επιστημών της Εκπαίδευσης και Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Πατρών Βασιλόπουλος Στέφανος, συμβουλευτικός ψυχολόγος (δεύτερος κύκλος). Ευχαριστούμε όλους τους συνεργάτες μας γιατί όλη η δράση έγινε με τη δική τους αφιλοκερδή εργασία.
Τέλος ευχαριστούμε τους/ις φοιτητές/ριες που μας εμπιστεύτηκαν. Οι ιστορίες τους υπογράφονται με τον τρόπο που επιθυμούν, κάτι που σεβόμαστε απόλυτα. Ελπίζουμε να έμειναν ικανοποιημένοι/ες από τη συμμετοχή τους και η δράση να τους/ις ωφέλησε.
Γιάννης Τσάκωνας, Προϊστάμενος ΒΚΠ Πανεπιστημίου Πατρών
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τις ιστορίες είναι των: John Joumaa, Jasmin Schreiber, Shot by Cerqueira, Adrien Converse, Flavio Amiel, Daria Nepriakhina 🇺🇦 και Joel & Jasmin Førestbird (ιστορίες πρώτου κύκλου) και από το Unsplash.
Άνοιξη 2023
Στροβιλισμός
Ελένη Αμιραλή
You are your life and nothing else.
-Jean Paul Sartre
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε. Ο άντρας έσυρε τα πόδια του βαριά και καταπονημένα από την προηγούμενη μέρα μέχρι το χολ. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ανοίξει την πόρτα. Για λίγο οι σκέψεις του πήγαν στις πιθανότητες που τον περίμεναν έξω από την πόρτα, όμως σταμάτησε τον εαυτό του. Ήταν ανώφελο.
Η πόρτα άνοιξε αργά, τρίζοντας δυνατά σε κάθε μοίρα. Ο άντρας έβγαλε απ’ έξω το κεφάλι του και κοίταξε τον άδειο διάδρομο. Μονάχα το φως του ηλίου τον χαιρέτησε απαλά στο μάγουλο του από το παράθυρο στον τοίχο. Ο ήχος των αυτοκινήτων ακουγόταν στην απόσταση. Ο άντρας δεν βλέπει παρά έναν κλειστό φάκελο μπροστά από την πόρτα. Τον σηκώνει προσεκτικά και κλείνει την πόρτα μπαίνοντας για άλλη μια φορά στην ασφάλεια του σπιτιού του. Κάθε άλλος άνθρωπος στη θέση του θα ήταν προβληματισμένος, αλλά όχι εκείνος. Ήξερε τι τον περίμενε. Ο φάκελος δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο με μια πρώτη ματιά. Ο άντρας τον γύρισε στα χέρια του. Όμως δεν υπήρχε τίποτα να διαβάσει. Μέσα του δεν υπήρχε παρά ένα λευκό χαρτί. Χωρίς προτάσεις, χωρίς τελείες, μόνο ένα όνομα γραμμένο καλλιγραφικά στο κέντρο του.
Όλα τα υπόλοιπα ήταν ρουτίνα. Ο άντρας μπήκε στο ντους, χτένισε τα λιγοστά μαλλιά που κρατούσε με επιμονή το κεφάλι του και ντύθηκε. Πήρε τα κλειδιά του μερικά χαρτονομίσματα και ένα πακέτο τσιγάρα που φιλούσε στο κομοδίνο του. Προσπαθούσε να κόψει το κάπνισμα και τοποθέτησε με δισταγμό το πακέτο πίσω στο κομοδίνο.
Το σπίτι του ήταν μικρό αλλά άνετο για έναν εργένη. Δεν ήταν πάντοτε εργένης βέβαια. Κάποτε είχε μια αγάπη. Μια αγάπη που έμοιαζε πιο αγνή και πιο ουσιώδης από κάθε βιβλίο και κάθε ταινία, όπως για όλους τους ερωτευμένους. Του την πήρε όμως η καταιγίδα των περιστάσεων και των κακών συνηθειών. Μια αγάπη τόσο εύθραυστη τελικά που εξαφανίστηκε σαν τον καπνό του τσιγάρου του. Μόνο το τσιγάρο του έμεινε από εκείνη την αγάπη.
Κάτω από εκείνο το κομοδίνο, από το πακέτο με τα τσιγάρα, από την αγάπη του, υπήρχε μια εσοχή στον τοίχο. Ο άνδρας έσπρωξε το κομοδίνο και αποκάλυψε την εσοχή. Από μέσα της έβγαλε έναν μακρύ, μαύρο σάκο και επανατοποθέτησε το κομοδίνο στη θέση του. Έριξε τον σάκο πίσω από την πλάτη του, πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και πήγε προς την πόρτα.
Ο Νίκος κοίταξε το ρολόι του και αναστέναξε. Η ώρα είχε περάσει και θα αργούσε να πάει σπίτι. Είχε ακόμα καλή διάθεση όμως επειδή ήταν Πέμπτη και τις Πέμπτες έπαιζε η αγαπημένη του σειρά. Έκλεισε τον υπολογιστή του και τα βιβλία του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Έγραψε το όνομα του και την ώρα αποχώρησης του στο βιβλιαράκι στο γκισέ του κτηρίου. Με μεγάλα καθαρά γράμματα, προσέχοντας κάθε τόνο και καμπύλη του ονόματος του χωρίς να ξέρει ότι κάποιος άλλος έκανε το ίδιο εκείνο το πρωινό.
Ο ήλιος έδυε και το φως του έκανε τις πολυκατοικίες να φαίνονται πορτοκαλί. Ο Νίκος έβαλε τα γυαλιά ηλίου του και ξεκίνησε να πηγαίνει προς το σπίτι. Στο δρόμο του πέρασε από την αγαπημένη του καφετέρια όπου και κάθισε να πιει έναν καφέ στη μοναξιά του. Δεν τον ενοχλούσε η μοναξιά. Του άρεσε η δική του παρέα. Με τον εαυτό του ήταν πάντοτε ειλικρινής, κάτι που έλειπε από τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Ότι και να του συνέβαινε ήξερε πως θα έχει πάντα τον εαυτό του, χωρίς να σκεφτεί πως αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να του τον στερήσει. Όσο παράγγελνε τον καφέ του κάποιος τον παρατηρούσε προσεκτικά. Εν αγνοία του Νίκου, ένα ζευγάρι μάτια τον είχε παρακολουθήσει από κοντά εκείνη τη μέρα. Τον μελετούσαν με ευλάβεια όσο έβαζε τα γυαλιά ηλίου του, όσο μιλούσε με τη σερβιτόρα. Αυτό το ζευγάρι μάτια άνηκε σε έναν άνδρα χωρίς όνομα και χωρίς τσιγάρα. Τον παρατηρούσε τώρα από την οροφή μιας πολυκατοικίας γονατισμένος στην τσιμεντένια ταράτσα μπροστά από ένα σκοπευτικό τουφέκι. Δίπλα του ήταν πεσμένος και άδειος ο μαύρος σάκος από την εσοχή στον τοίχο. Αδρανής και άμορφος πλέον σαν πεθαμένη μέδουσα στην αμμουδιά. Τα γόνατα του άνδρα συνηθισμένα σε αυτού του είδους τις κακουχίες δεν πονούσαν. Ούτε η πλάτη του ούτε ο αυχένας του πονούσαν αν και ήταν ώρες κοκαλωμένα στο ίδιο σημείο. Λίγο μόνο τα μάτια του τον πονούσαν από τις δυνατές αχτίδες του ηλίου που έδυε και τον έδιωχναν να πάει σπίτι του. Έβλεπε τον Νίκο με προσοχή. Είχε το δάκτυλο του στην σκανδάλη. Το χέρι του έτρεμε λίγο, όχι επειδή ήταν νευρικός. Το είχε ξανακάνει περισσότερες φορές απ’ ότι μπορούσε να μετρήσει. Το τσιγάρο έφταιγε για το τρέμουλο που τον είχε κυριεύσει. Τα συμπτώματα της απεξάρτησης τον ενοχλούσαν μέρες τώρα. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος τα βράδια. Σκεφτόταν την αγάπη του, σκεφτόταν μήπως θα μπορούσε να ήταν πιο ειλικρινής μαζί της, πιο τρυφερός, και αν θα άλλαζε τότε ίσως η ζωή του. Ίσως άλλαζε άμα ήταν πιο ειλικρινής και τρυφερός με τον εαυτό του. Ίσως να μην έφταιγε το τσιγάρο που δεν κοιμόταν τα βράδια.
Ο άνδρας γινόταν ανυπόμονος. Ετοιμαζόταν να τραβήξει την σκανδάλη. Όλα θα γίνονταν αθόρυβα. Ο Νίκος θα έγερνε το κεφάλι του πάνω από το τραπέζι, η οπή στο κεφάλι του θα έσταζε σταγόνες αίματος στον ζεστό καφέ του και τα χέρια του θα έπεφταν σιωπηλά στα πλευρά του. Στην χειρότερη ο άνδρας θα είχε 30 δευτερόλεπτα μέχρι κάποιος περαστικός να καταλάβαινε τι έχει συμβεί σύμφωνα με την κίνηση σε εκείνη την περιοχή. Του έφταναν και του περίσσευαν. Η σερβιτόρα μόλις είχε ακουμπήσει τον καφέ μαζί με ένα κουταλάκι του γλυκού και ένα μπολάκι με κύβους ζάχαρης στο τραπέζι του στόχου. Ο άνδρας ξεκίνησε να πιέζει την σκανδάλη, η αδρεναλίνη έκανε τα αυτιά του να βουίζουν. Οι παλάμες και οι κρόταφοι του υγροί από τον ιδρώτα που τον έλουζε. Κάθε ίνα του σώματος του ήταν έτοιμη να τρέξει με το που ακούσει το σφύριγμα της σφαίρας. Η αναμονή κράτησε για πάντα και καθόλου ταυτόχρονα. Ήταν πλέον έτοιμος να εκτελέσει το καθήκον του και τον στόχο του. Όλα σταμάτησαν. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο εκτός από τον άνδρα, τον Νίκο και το όπλο ανάμεσα τους. Όμως σφύριγμα δεν ακούστηκε. 1... 2… 3… 4… 5. Ο Νίκος έριξε πέντε κύβους ζάχαρη στον καφέ του. Ο άνδρας τους μέτρησε έναν προς έναν. Έτσι πίνει και εκείνος τον καφέ του. Ξαφνικά το σώμα του χαλάρωσε. Μπορούσε να γευτεί τον ζεστό καφέ με πέντε ζάχαρες στη γλώσσα του. Τόσο απαλός και γλυκός. Μπορούσε να τον μυρίσει και να νιώσει το θερμό φλιτζάνι στην παλάμη του. Τότε άλλαξε κάτι μέσα του. Προσπάθησε να πατήσει την σκανδάλη μάταια. Δεν θα μπορούσε να ξαναπατήσει τη σκανδάλη όσο μπορούσε να θυμηθεί την γεύση της ζάχαρης.
Την επόμενη μέρα όταν χτύπησαν την πόρτα του άνδρα άνθρωποι με τάση για βία και ματαιότητα το βρήκαν άδειο. Δεν υπήρχαν τσιγάρα ούτε κλειδιά. Μόνο το όπλο στο τραπέζι της κουζίνας και η άδεια εσοχή πίσω από το κομοδίνο. Τα σεντόνια ήταν κρύα και ο άνδρας πλέον κάπου μακριά. Με τσιγάρα και όνομα.
Ο οίκος του
Ιωάννα Χατζίδη
Όσο κι αν προετοιμαζόταν για αυτή τη μέρα, όσες συζητήσεις κι αν είχε κάνει με τους δικούς του, όσο κι αν την περίμενε, έμεινε έκπληκτος όταν οι υποθέσεις του έλαβαν σάρκα και οστά και αυτή η μέρα ξημέρωσε. Με το άνοιγμα της πόρτα του φούρνου, τον καλωσόρισαν η μυρωδιά της κλεισούρας και ο ήχος από το σκουριασμένο, παλιό κουδούνι. Σαν να το ήξερε, τα μάτια του έπεσαν πάνω στον φάκελο που βρισκόταν στο πάτωμα, ακριβώς μπροστά στην πόρτα. Δεν προσπάθησε να τον αγνοήσει, όχι, ήταν έτοιμος. Παραλίγο να κοπεί από το αιχμηρό χαρτί, ενώ πήγαινε να τον ανοίξει. Του φαινόταν σαν ψέμα ότι τον είχε στα χέρια του. Δεν κοίταξε την πίσω μεριά, γνώριζε τον αποστολέα. Όχι προσωπικά, για την ώρα τουλάχιστον. Το κουδουνάκι διέκοψε την αναβλητικότητά του, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα.
«Ακόμα να ανοίξεις, Λούκας;», ρώτησε η κυρα- Ελίζα.
«Με προλάβατε», της απάντησε χαμογελώντας και έσπευσε να την εξυπηρετήσει.
Το πάτωμα δεν είχε τίποτα άλλο παρά ελάχιστη σκόνη πάνω του. Το γράμμα δεν είχε φτάσει ακόμα για εκείνον. Είχε κάποιες επιπλέον μέρες με την οικογένειά του.
«Ήρθε;», τον ρώτησε με αγωνία η μητέρα του την ώρα του φαγητού. Ζεστή σούπα –«νεροζούμι» την αποκαλούσαν τα μικρά- άχνιζε στα μισοάδεια πιάτα τους. Λίγο ξερό ψωμί και νερό ήταν τα μόνα συνοδευτικά.
«Όχι ακόμα», της απάντησε. «Για μια στιγμή νόμιζα ότι το είδα, αλλά πού τέτοια τύχη». Σε αυτή τη δήλωση τέσσερα στόματα έμειναν ανοιχτά, ένα κουτάλι έπεσε μέσα στο πιάτο και έξι μάτια κοίταξαν τον Λούκας με έκπληξη. Τα μάτια του πατέρα του έπεσαν πάνω του με θυμό.
«Τι πράγματα είναι αυτά που βγαίνουν απ’ το στόμα σου!», φώναξε χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.
«Παιδία, πηγαίνετε στο δωμάτι-», δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της.
«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι να θες να πας να δουλέψεις για αυτούς τους βάρβαρους». Τα δύο αδέρφια είχαν ήδη αποχωρήσει τρέχοντας από την κουζίνα, με την μητέρα τους να τα ακολουθεί.
«Δεν είναι ότι πεθαίνω να δουλέψω για αυτούς, αλλά το προτιμώ από το να κρύβομαι», είπε δυνατά, σε μια προσπάθεια να φτάσει τον τόνο του πατέρα του. «Δεν είμαι φτιαγμένος για να πουλάω ψωμί, ούτε κι εσύ. Όλοι μας είμαστε πλασμένοι για κάτι άλλο. Και οι μόνοι που το καταλαβαίνουν, οι μόνοι που το εκμεταλλεύονται, είναι αυτοί οι «βάρβαροι», όπως τους αποκαλείς». Δεν είχε ξαναμιλήσει έτσι στον πατέρα του, ούτε σε κανέναν άλλο συντοπίτη του. Όλοι τους έτρεφαν βαθιά αντιπάθεια για τους «Ανίκανους», τους ανθρώπους που δεν κατείχαν ιδιαίτερες ικανότητες.
«Μα αγάπη μου, δεν κρυβόμαστε». Τα λόγια της μητέρας του, ήρεμα και παραινετικά, μαλάκωσαν λίγο το σφιγμένο σαγόνι του. «Απλώς μένουμε ταπεινοί και ασφαλείς. Όπως είναι ορισμένο». Πλησίασε το στρογγυλό τραπέζι και κάθισε δίπλα στον σύζυγό της, διαλέγοντας πλευρά στη διαφωνία.
«Δεν αφήνουμε άλλους να μας εκμεταλλευτούν για λίγα χρήματα. Διατηρούμε την τιμή μας, αυτό κάνουμε», προσέθεσε ζωηρά ο πατέρας του. «Σε γέμισαν οι Ανίκανοι πελάτες με αμφιβολίες;», ρώτησε κατηγορηματικά.
«Λες και ξέρουν ποιοι είμαστε για να μας αλλάξουν γνώμη; Ούτε οι γείτονες δεν ξέρουν για μας. Ούτε λέπρα να είχαμε»
«Αυτοί έχουν τη λέπρα, που με τις βιομηχανίες τους έκαναν τον κόσμο μας μαύρο. Και τι θες; Να πηγαίνουμε να ανακοινώνουμε περήφανα τις ικανότητές, μας για να μας πάρουν όλους στα εργοστάσιά τους, να φτιάχνουμε πράγματα για να βελτιώνουν αυτοί την χώρα τους και να συνεχίζουν να μας καταπιέζουν;»
«Εμείς έχουμε βάλει τους εαυτούς μας σε αυτή τη θέση. Αν δουλεύαμε για αυτούς, δεν θα ήμασταν τόσο φτωχοί, θα γνωρίζαμε κι άλλους σαν εμάς και θα ήμασταν ελεύθεροι». Έκανε μια παύση και στη συνέχεια σηκώθηκε από το τραπέζι και ανακοίνωσε:
«Όταν κληθώ από την κυβέρνηση, θα δεχτώ την πρόταση και θα φύγω από δω. Και τότε θα με ευχαριστείτε για τα χρήματα που θα σας στέλνω!». Πήγε να φύγει αλλά ο πατέρας του τον τράβηξε απ’ το χέρι.
«Θα κάνεις ό,τι σου λέμε εμείς και θα κάτσεις στα αβγά σου!»
«Όχι!», φώναξε, «είμαι είκοσι χρονών και παίρνω τις δικές μου αποφάσεις».
Άφησε πίσω τους γονείς του να συζητούν χαμηλόφωνα για τα λόγια του και πήγε στο μπάνιο. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν ήταν πια παιδί. Ήταν σχετικά ψηλός και η δουλειά τον κρατούσε σε φόρμα. Είχε τα μελαχρινά χαρακτηριστικά του πατέρα του, μαζί με την ξεροκεφαλιά του. Αλλά δεν είχε κληρονομήσει τις ξεπερασμένες του απόψεις και τις προλήψεις του. Ήταν έτοιμος να δει τον κόσμο, να γίνει χρήσιμος με τις δυνάμεις του και να γνωρίσει νέους ανθρώπους. Ήθελε να φύγει από την φτωχή περιοχή που είχε περάσει όλη του τη ζωή.
Έψαξε στην τσέπη του. Ευτυχώς, η καρτ ποστάλ με τις φθαρμένες άκρες ήταν ακόμα εκεί. Μπροστά από τα σύγχρονα, πολύχρωμα σπίτια και τα πράσινα πάρκα, το μότο: «Ικανοποιείστε μας και μείνετε Ικανοποιημένοι», ήταν γραμμένο με σύγχρονα μέσα, που λίγοι διέθεταν. Από πίσω, λιγότερο φωτεινά γράμματα τον προσκαλούσαν να πάει να ζήσει σε αυτό το μαγικό μέρος, μακριά από τον άχαρο και μουντό τόπο του.
Να αφήσει πίσω την περιοχή που ζούσε ήταν εύκολο. Αλλά την οικογένειά του; Τους γονείς, τα αδέρφια του; Μπορεί να ήταν λίγο υπερπροστατευτικοί, όμως το έκαναν από αγάπη κι εκείνος το γνώριζε αυτό. Τα μικρά ήταν πού και πού ενοχλητικά, αλλά τον αγαπούσαν και τα αγαπούσε κι εκείνος. Ήταν δεμένοι οικογένεια, σε καλές και δύσκολες στιγμές.
Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του, άρχισε να γυρίζει πίσω το χρόνο, μέχρι και την παιδική του ηλικία. Η αναθύμηση ξεκίνησε από τότε που η μητέρα του του έπλεξε μια ζεστή μπλούζα για τα πέμπτα του γενέθλια. Την είχε ακόμα. Θυμήθηκε μια μέρα -τότε που ήταν στην ανάπτυξη- που ο πατέρας του του έδωσε και το δικό του πιάτο σούπα οικειοθελώς, γιατί δεν είχε χορτάσει.
«Όταν τρως εσύ, χορταίνω εγώ». Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν αυτό δυνατόν. Το κατάλαβε μόνο όταν έκανε την ίδια χειρονομία για τα αδέρφια του. Η ευγνωμοσύνη του μικρού του αδερφού ήταν τεράστια, αλλά δεν είχε τα μέσα για να ανταποδώσει. Έτσι, μαζί με την αδερφή του αποφάσισαν να του δώσουν περισσότερο χώρο στο κοινό τους δωμάτιο. Τα έβλεπε τώρα να κοιμούνται απέναντί του, ρωτώντας τον εαυτό του αν θα μπορούσε να τους στερήσει τον μεγάλο τους αδερφό.
Το να αποκοιμηθεί ήταν δύσκολο με τόσες σκέψεις. Όταν τελικά τα κατάφερε, ο ήρεμος ύπνος διεκόπη σύντομα από έναν τρομακτικό εφιάλτη.
Ήταν ολομόναχος. Το μικρό σπίτι ήταν άδειο. Τα λιγοστά έπιπλα παρέμεναν εκεί, όμως ήταν σκονισμένα και άχαρα, χωρίς τη ζωή που είχαν πριν. Δεν υπήρξε κανένα σημάδι ότι ζούσε με άλλα άτομα ή ότι είχε οικογένεια. Ένα υπνοδωμάτιο, με ένα κρεβάτι. Κανονικά, υπήρχαν δύο υπνοδωμάτια: ένα για εκείνον και τα αδέρφια του κι ένα για τους γονείς τους. Μικρότερο τραπέζι, με μία μόνο καρέκλα. Το στρογγυλό τραπέζι τους ήταν κανονικά μεγαλύτερο και με εφτά καρέκλες. Ελάχιστα πιάτα και κουζινικά. Είχε όλο το χώρο που μπορεί να ήθελε, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αλλά δεν τον ενδιέφερε αυτό. Τι να την κάνει την μοναξιά;
Το πρωί σηκώθηκε αμίλητος για να πάει στη δουλειά. Στην πόρτα, τον σταμάτησε ο πατέρας του.
«Παιδί μου, συγγνώμη για χτες. Έκατσα και σκέφτηκα και… είσαι μεγάλος πλέον, παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις. Και εγώ και η μητέρα σου είμαστε σίγουροι πως θα πάρεις τη σωστή απόφαση». Ο Λούκας δεν εξεπλάγη από αυτά τα λόγια. Ήξερε πως ο πατέρας του ήταν λογικός και θα τον καταλάβαινε.
«Σε ευχαριστώ, μπαμπά. Χαίρομαι που με εμπιστεύεστε». Χαμογέλασε και κοίταξε μέσα στα καστανά μάτια του πατέρα του, που λίγο ήθελαν να ξεχειλίσουν από δάκρυα. Με ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο και ένα λυπημένο χαμόγελο, ο πατέρας έκανε να επιστρέψει στο εσωτερικό του σπιτιού.
Τελευταία στιγμή γύρισε και είπε στον γιο του: «Αν σε καλέσουν και αν πας, τουλάχιστον κάνε μας καμιά επίσκεψη. Δεν μας νοιάζει να μας στέλνεις χρήματα, απλώς έλα να μας βλέπεις πού και πού. Εντάξει; », ρώτησε με προσμονή.
«Ναι, ναι μπαμπά, εννοείται». Αγκαλιάστηκαν και πήρε ο καθένας τον δρόμο του.
Στον δρόμο για τον φούρνο, φόβος και προσμονή ξιφομαχούσαν στο μυαλό του. Απ’ τη μια ανυπομονούσε να λάβει το γράμμα, για να ξεκινήσει τη νέα του ζωή. Από την άλλη, δεν μπορούσε να αγνοήσει τον μεγαλύτερο φόβο του, τη ζωή χωρίς την οικογένειά του.
Ήλπιζε πως δεν θα ερχόταν καθόλου το γράμμα. Η αλήθεια ήταν, ότι δεν λάμβαναν την πρόσκληση όλοι όσοι έκλειναν τα είκοσι. Κάποιους τους παράβλεπαν ή δεν κληρώνονταν. Όλα ήταν πιθανά. Οι σκέψεις του δεν τον άφηναν να χαιρετίσει τους γείτονες, ή να προσέχει πού πατάει. Ήταν εντελώς χαμένος.
Όταν άνοιξε την πόρτα και άκουσε το αχνό «ντριν» του κουδουνιού, ξεκίνησε να αναλογίζεται τα της δουλειάς. Δεν κοίταξε το πάτωμα. Ή μάλλον σκέφτηκε να μην το κοιτάξει. Έβλεπε διάφορους φακέλους εκεί, πιθανότατα λογαριασμοί. Δεν ήξερε αν κάποιος διαφορετικός φάκελος κρυβόταν ανάμεσά τους. Απλώς τους κλότσησε στην άκρη και άρχισε να ζυμώνει. Σήμερα θα ερχόταν κι ο πατέρας του να βοηθήσει.
Πριν φτάσει εκείνος, αποφάσισε να δει τα γράμματα, τους λογαριασμούς. Νερό, ρεύμα κι άλλοι φόροι.
Και κάτω κάτω, είδε τον φάκελο, όπως ακριβώς τον είχε φανταστεί την προηγούμενη μέρα. Αυτή την φορά δεν επρόκειτο για φαντασίωση.
Είχε έρθει η ώρα να πάρει την απόφαση του.
Όταν έφτασε ο πατέρας του, η πρώτη του ερώτηση ήταν αν είχε έρθει το γράμμα.
«Εκτός από λογαριασμούς, τίποτα», απάντησε πρόσχαρα ο γιος.
Πέρασε μια εβδομάδα, με τους γονείς του Λούκας πεπεισμένους ότι ο γιος τους δεν έλαβε ποτέ το γράμμα που έλαβαν άλλοι συνομήλικοί του. Οι ρυθμοί στο σπίτι του κυλούσαν κανονικά. Το αίσθημα ότι ήθελε μια καινούργια αρχή εξακολουθούσε να τον ταλαιπωρεί.
«Θέλω να πάω σε δικό μου σπίτι», ανακοίνωσε μετά το μεσημεριανό. «Θέλω λίγο παραπάνω… χώρο. Και να δω τον κόσμο».
«Θες… να πας σε άλλη χώρα;», ρώτησε η μητέρα του διστακτικά.
«Όχι, τον δικό μας κόσμο θέλω να δω. Και να είστε κι εσείς μαζί μου».
«Πού και πού;», είπε χαμογελώντας ο πατέρας του.
«Συχνά», του απάντησε.
«Το παιδί έχει δίκιο. Εξάλλου, βγάζει δικά του λεφτά τώρα»
Τα μικρά άρχισαν να τον ρωτούν με αγωνία αν πρόκειται να μείνει κάπου μακριά, αλλά σταμάτησαν μόλις τα καθησύχασε.
Όλοι ήταν χαρούμενοι, όλοι ήταν μαζί. Κι ευτυχισμένοι.
Το περίεργο γράμμα
Θ.Ν.
Το κουδούνι της πόρτας χτυπάει και ο Κρίστοφερ αν και κουρασμένος από τη χθεσινοβραδινή του βάρδια, σηκώνεται από το μεγάλο δερμάτινο καναπέ για να ανοίξει. Μόλις πλησιάζει στην πόρτα, ρίχνει μια βιαστική ματιά από το παράθυρο, αλλά δε βλέπει κανέναν παρά μόνο έναν κλειστό φάκελο μπροστά από την πόρτα. «Παράξενο», σκέφτεται και παραλαμβάνει το φάκελο, ρίχνοντας μια επιπλέον ματιά στους γύρω δρόμους. Μάταια προχωράει προς την αυλόπορτα μήπως ανακαλύψει κάποια επιπλέον πληροφορία για την ταυτότητα του αγνώστου.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, τον περιεργάζεται και γεμάτος περιέργεια, ανοίγει το χαρτί που έγραφε με γράμματα κομμένα από εφημερίδα. «Υπάρχει χαφιές στην υπηρεσία. Συνάντησέ με στις 11 το βράδυ πίσω από την εκκλησία». Οι λέξεις διαπέρασαν το κορμί του σαν ρεύμα και θυμός τον κυρίευσε. Το στήθος του έκαιγε, κι ένα βάρος ήρθε και κάθισε στο στέρνο του. «Σύνελθε Κρίστοφερ», σκέφτηκε. Σαν ανώτερος αξιωματικός της υπηρεσίας κάτι τέτοιο αποτελούσε γροθιά στο στομάχι. Ίσως να του κόστιζε και την καριέρα του. Δεν είχε παλέψει τόσα χρόνια, κάνοντας τόσες θυσίες- χάνοντας ακόμα και τον ίδιο του τον πατέρα για την εθνική ασφάλεια- για να έρθει κάποιος τόσο τιποτένιος να θέτει σε κίνδυνο την πατρίδα και τόσες ανθρώπινες ζωές.
Το 1941, ένα χρόνο πριν, ήταν μια πολύ δύσκολη χρονιά για τον Κρίστοφερ. Ο πατέρας του καταρρίφθηκε μαζί με άλλους 5 από τη μονάδα του, από γερμανικά πολεμικά αεροπλάνα λίγο μετά τη Δουνκέρκη. Ο Κρίστοφερ μαζί με τον αδερφό του, τον Τόμας, βρίσκονταν τότε σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας σε μυστική βάση. Η μητέρα τους, είχε μείνει πίσω μαζί με τη μικρότερη αδερφή τους, την Ιζαμπέλα. Εκείνο το τραγικό πρωινό, η Ιζαμπέλα μαζί με την είδηση του θανάτου του πατέρα της, έλαβε και κάποια προσωπικά αντικείμενα που υπήρχαν στο γραφείο του, εκεί που πέρναγε τις περισσότερες ώρες του τελευταία, μαζί με άλλους αξιωματικούς της μονάδας από την αρχή του πολέμου. Αυτού του τόσο μοχθηρού, σκοτεινού πολέμου, ποτισμένου από μίσος, φυλετικές διακρίσεις και τα φαντασμένα όνειρα ενός τρελού.
Κάπως έτσι τόσο ο Κρίστοφερ όσο και ο Τόμας έσφιξαν ακόμα πιο πολύ τα δόντια και έθαψαν βαθιά μέσα τους τον πόνο για την απώλεια του πατέρα τους. Τα καστανά μάτια του Κρίστοφερ έχασαν τη λάμψη τους από τότε και το μόνο που του έμεινε ήταν το ασημένιο ρολόι του πατέρα του, με τα χαραγμένα αρχικά του στην πίσω όψη «Ρ.Γκ», Ρίτσαρντ Γκράντ. Μια μικρή υπενθύμιση πως η ζωή είναι πολύ μικρή και πως δεν πρέπει να σταματήσει να προσπαθεί για το όμορφο, το δίκαιο, την ελευθερία και γιατί όχι την αγάπη.
Η αγάπη ήταν εκείνο που του έλειπε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η μητέρα του είχε την Ιζαμπέλα. Ο Τόμας φρεσκοπαντρεμένος με την Κέιτ ζούσαν μαζί με τους γονείς της σε προάστιο λίγο πιο έξω από το Λονδίνο. Και ο Κρίστοφερ... Ο Κρίστοφερ αποσύρθηκε στο πατρικό της μητέρας του, σε ένα χωριό προς τα νότια της Βρετανίας, ως ανώτερος αξιωματικός της αεροπορικής βάσης της περιοχής.
Σε μερικές ώρες από την παραλαβή του φακέλου, έπρεπε να ετοιμαστεί για την υπηρεσία. Ξυρίστηκε, χτένισε τα φρεσκοκουρεμένα μαλλιά του, φόρεσε καθαρό πουκάμισο και το σύνολο ολοκληρώθηκε με τη μπλε στολή του. Γέμισε το μπώλ του Τζακ, ο οποίος τον περίμενε στην πόρτα για να τον αποχαιρετήσει και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του. Αγαπούσε τον σκύλο του και άλλο τόσο αυτό το σπίτι. Είναι τα μόνα στη ζωή του, που τον έχουν αντικρύσει στις πιο ευάλωτες και ευαίσθητες στιγμές του και τα μόνα που έχουν μαρτυρήσει μερικές από τις πιο χαρούμενες αναμνήσεις της ζωής του. Καλοκαιρινά οικογενειακά τραπέζια με τα ξαδέρφια τους, να κυνηγιούνται στην αυλή και ο Τζακ από πίσω να ακολουθεί όντας κουτάβι. Χοροί με φίλους, οι αρραβώνες του Τόμας με την Κέιτ, τα τελευταία γενέθλια του πατέρα του, οι επέτειοι των γονιών του.
Έστριψε νευρικά τη μίζα και έβαλε μπρος. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι την υπηρεσία, δεν είχε το μυαλό του στο δρόμο. Όλα γίνονταν μηχανικά, ήταν στον «αυτόματο». Το μυαλό του στριφογύριζε διαρκώς στην αποψινή συνάντηση. Ποιος να ήταν ο άγνωστος; Και κυρίως ποιος από την υπηρεσία θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι τόσο επαχθές; Πήρε με τη σειρά όλους τους υπαλλήλους μέχρι τους στρατιωτικούς της υπηρεσίας προσπαθώντας να βρει τον ένοχο. Προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη του, τους προσωπικούς τους φακέλους, την απόδοσή τους στην εργασία τους, τις αποστολές. Μικρά σημάδια στην συμπεριφορά ή τη γλώσσα του σώματός τους που θα μπορούσαν να προδώσουν το οτιδήποτε.
Μπήκε εκνευρισμένος στο γραφείο του, αφού χαιρέτησε συγκρατημένα τον Μπακ.
« Μπακ», «Γκραντ» του απάντησε εκείνος με εύθυμο τόνο. Ο Μπάκ(λευ), αφού του έδωσε λίγο χρόνο να τακτοποιηθεί στο γραφείο του, τον ρώτησε. «Τι έγινε, τι συνέβη;»
«Τίποτα» του απαντά ο Κρίστοφερ μονομιάς. «Πώς τίποτα, αφού μπήκες μέσα σα σίφουνας και άρχισες να βαράς τα συρτάρια του γραφείου.».
Γυρίζει τον κοιτάζει σοβαρά μέσα στα μάτια και μοιάζει να αφήνει για λίγο το αυστηρό και σκληρό του προσωπείο. « Μπιλ, μην ανησυχείς. Κάτι προσωπικό». Ο Μπιλ δεν έδωσε περαιτέρω συνέχεια, αλλά ήξερε πως κάτι σημαντικό απασχολούσε το φίλο του.
Του παρέδωσε την αναφορά της ημέρας και τον καληνύχτισε επισημαίνοντας του πως ήταν καλεσμένος στην αποψινή βραδιά για τον έρανο που διοργάνωνε ο δήμος με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την αγορά ασθενοφόρων και εξοπλισμού για τα νοσοκομεία. Τον πείραξε λέγοντάς του πως «Πρέπει να περάσεις από το χορό! Άλλωστε θα ήταν πολύ αγενές εκ μέρους σου, αν δε χαρίσεις την παρουσία σου στις νεαρές δεσποινίδες σαν ο πιο εκλεκτός εργένης του χωριού!» . Ο Κρίστοφερ έκανε μια γκριμάτσα και του πέταξε αιφνίδια την εφημερίδα που διάβαζε. Ο Μπιλ την απέφυγε δεξιοτεχνικά και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Η ώρα είχε πάει 10 μμ. Κρύος ιδρώτας πάγωνε το μέτωπο και την πλάτη του. «Πίτερ, θα πεταχθώ για λίγο στο χορό, να συνδράμω στον έρανο. Θα επιστρέψω σύντομα. Έχω ενημερώσει και τον Τζωρτζ», είπε ήρεμα στον βοηθό του και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν με λεπτομέρεια όλες τις αλληλεπιδράσεις που είχε με τους συναδέλφους και τους άλλους εργαζόμενους στη μονάδα νωρίτερα. Κάθε τους λέξη, κάθε κίνηση, τις σχέσεις μεταξύ του, οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση. Είχε κάποια πρόσωπα στο μυαλό του, αλλά τίποτα απόλυτο. «Η νέα αξιωματικός της πρωινής βάρδιας ίσως να ταιριάζει… Φαίνεται πάντα νευρική και λείπει διαρκώς. Ναι, θα μπορούσε να είναι αυτή. Δεν έχει πολλά πολλά με κανέναν σχεδόν. Από τη άλλη πλευρά, ωστόσο, ο Πίτερ αν και έμπιστος έχει πρόσβαση σε όλα τα απόρρητα έγγραφα. Αυτός τα αρχειοθετεί. Και δεν ξέρουμε τίποτα για το παρελθόν του, εκτός από τα τελευταία 4 χρόνια» σκέφτηκε. Ξαφνικά ένα ελάφι εμφανίστηκε μπροστά του και με γρήγορες κινήσεις κατάφερε να το αποφύγει. Έπεσε όμως με ορμή σε ένα δένδρο, το παρμπρίζ έσπασε, η πόρτα του έκανε ένα βαθούλωμα προς τα μέσα και εκείνος χτύπησε το θώρακα του πάνω στο τιμόνι. Του πήρε μερικά λεπτά να συνέλθει από τη σύγκρουση. «Να πάρει, ήταν ανάγκη να γίνει κι αυτό τώρα!;». Η πόρτα είχε λασκάρει για τα καλά και τελικά βγαίνοντας από την πόρτα του συνοδηγού, κατάφερε να απεγκλωβιστεί με σχετική ευκολία.
Άρχισε να περπατά βιαστικά, καθώς η ώρα ήταν ήδη 10.39 μμ. Σκούπισε το αίμα που έτρεχε από το σκισμένο φρύδι του και άκουσε κορνάρισμα.
«Κρίστοφερ τι έγινε; Τι έπαθες; Είδα το αμάξι πιο κάτω, είσαι καλά;» Τον ρώτησε με ενδιαφέρον ο ταχυδρόμος του χωριού που πήγαινε κι εκείνος στον έρανο με το ποδήλατο του. «Όλα καλά Τζάκ, ένα μικρό ατύχημα έγινε, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου ένα ελάφι και προσπάθησα να το αποφύγω».
«Ναι, αλλά μήπως χτύπησες; Θέλεις να φωνάξω το γιατρό; Είμαστε πολύ κοντά στο θέατρο». Η εκδήλωση θα γινόταν στο μικρό θέατρο του χωριού εκεί όπου γίνονταν τα συμβούλια του δήμου, χοροί, και ενίοτε φιλοξενούνταν και μικροί θίασοι.
«Όχι, Τζακ, μην ανησυχείς. Πηγαίνω στον έρανο άρα θα βρω το γιατρό εκεί λογικά, να μου ρίξει μια ματιά.» .«Εντάξει όπως νομίζεις», του απάντησε ο Τζακ και έφυγε.
Ξαφνικά, αρχίζουν να χτυπούν οι σειρήνες του χωριού. Συνηθισμένος ήχος αλλά τραγικός για τους περισσότερους. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του τότε. «Πρέπει, να πάω στο καταφύγιο μαζί με τους άλλους, αλλά θα έπρεπε να βρίσκομαι και στη μονάδα μου. Μααα είναι και ο άγνωστος, ο άγνωστος που θα περιμένει να συναντηθούμε….» Πήρε την απόφαση, να τρέξει προς την εκκλησία και στο δρόμο βοηθούσε όποιον έβρισκε και τον κατεύθυνε προς το καταφύγιο. Τέτοιες στιγμές δεν τον τρόμαζαν. Ποτέ δε φοβήθηκε το θάνατο, ίσα ίσα ο θάνατος θα τον έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στο δημιουργό του. Ο θάνατος ήταν απλά ένα πέρασμα γι’ αυτόν. Στιγμιαία από τη σκέψη του πέρασε ο Τζακ, ο σκύλος του που φοβόταν τους έντονους ήχους και τις εκρήξεις. Και τότε ξαφνικά, άρχισε να ζαλίζεται, όλα να γυρίζουν και όλα να χάνονται. Τελευταίο πράγμα που είδε ήταν το μαύρο του ουρανού που φωτιζόταν από το φεγγάρι. Το φεγγάρι που τόσο μαγευτικά έστεκε αγέρωχο, αεροπλάνα να πετάνε από πάνω τους και η σκέψη της συνάντησης με τον άγνωστο που θα του αποκάλυπτε την προδοσία…»
Δίκαιο και τιμωρία
Fluff
Προσοχή! Το κείμενο έχει αναφορές σεξουαλικής παρενόχλησης, αυτοκτονίας και δολοφονίας.
Ένα ακόμα απόγευμα. Τα κλειδιά κουδούνιζαν όσο ξεκλείδωνα την πόρτα και οι μεντεσέδες έτριξαν όταν την έκλεισα πίσω μου. Η νούντλς όπως πάντα προσπάθησε μάταια να το σκάσει από το διαμέρισμα και όταν αποδέχτηκε ότι ούτε σήμερα είναι η μέρα που θα βγει έξω χωρίς εμένα, κυλίστηκε στο πάτωμα δείχνοντάς μου την λευκή και απαλή κοιλίτσα της, βγάζοντας μικρά γλυκά μιάου όσο περίμενε υπομονετικά να καθαρίσω τα χέρια μου πριν της δώσω τα προγραμματισμένα απογευματινά χάδια της.
Η νούντλς είναι η μόνη συντροφιά που μου έχει απομείνει, ο χαμός της κόρης μας ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του γάμου μου με τον πατέρα της, οι «φίλοι» μου από τη δουλειά ήταν περισσότερο γνωστοί παρά φίλοι, λογικό αφού όλοι μας είμαστε παγιδευμένοι στις φυσαλίδες της καθημερινής μας ζωής, που να μείνει χρόνος και για καινούργιους ανθρώπους όταν δύσκολα καλύπτουμε τις υποχρεώσεις μας και περνάμε λίγο χρόνο με τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Και με αυτούς όμως πάλι ο χρόνος δεν ήταν αρκετός. Ακόμα σκέφτομαι κάθε ώρα, κάθε λεπτό που θα μπορούσα να περάσω με το κοριτσάκι μου αλλά επέλεξα να σπαταλήσω στις διάφορες υποχρεώσεις, χρόνο που δεν θα μπορέσω να πάρω ποτέ πίσω. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω δεν θα άφηνα ούτε δευτερόλεπτο να πάει χαμένο, και στα τσακίδια οι υποχρεώσεις, δεν τελειώνουν και ποτέ όσο και να προσπαθείς.
«Αυτές οι σκέψεις είναι ανούσιες, δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσει κανείς πίσω στον χρόνο, ξεκόλλα». Αυτό λέω στον εαυτό μου κάθε φορά που αυτή η σκέψη έρχεται στο μυαλό μου. Μέχρι να διώξω αυτές τις άσχημες σκέψεις από το μυαλό μου, είχα ήδη αλλάξει από τα άβολα ρούχα του έξω κόσμου στις απαλές πιτζάμες μου και καθόμουν στον καναπέ στη μέση του σαλονιού με ένα κυπελάκι παγωτό στο ένα χέρι και ένα ποτήρι κρασί στο άλλο, ο συνδυασμός κάθε απογεύματος από τότε που έφυγε η κόρη μου. Δίπλα μου είχε ήδη καθίσει η νούντλς, που ήταν έτοιμη για τον υπνάκο της. Περίμενε υπομονετικά να αφήσω κάτω τα καταπραϋντικά μου για να ανέβει στα πόδια μου και να κουλουριαστεί. Αχ η γλυκιά μου νούντλς.
Όταν τακτοποιήθηκε και άκουσα τα πρώτα της μικρά ροχαλητά, άπλωσα το χέρι μου να πάρω τα πολυπόθητα σνακ. Τη στιγμή που τα δάχτυλά μου ακούμπησαν το δροσερό χάρτινο κουτάκι του παγωτού, τα μάτια μου έπεσαν στο ημερολόγιο της κόρης μου που βρισκόταν ακόμα πάνω στο τραπεζάκι μπροστά μου από την τελευταία φορά που το διάβασα με τη νούντλς, ένα κυπελάκι παγωτό και ένα ποτήρι κρασί για συντροφιά.
Το ημερολόγιο της ήταν ένα απλό μόβ τετράδιο, δεν είχε τίποτα να το κρατάει κλειστό, ούτε σκηνί ούτε λουκέτο. Στο καρτελάκι έγραφε «Σχολικό πρόγραμμα» και οι πρώτες και οι τελευταίες σελίδες ήταν γεμάτες με ημερομηνίες και λίστες ατέλειωτων εργασιών και ασκήσεων που έπρεπε να κάνει. Λίγο πριν τη μέση όμως, οι λίστες σταμάτησαν και τη θέση τους πήραν σελίδες ολόκληρες κειμένου, που διακοπτόταν κάπου κάπου από μια νέα ημερομηνία ή ένα σκίτσο. Υπήρχαν ακόμα και κάποια ποιήματα, στίχοι από τραγούδια, μικρές φωτογραφίες τυπωμένες σε απλό χαρτί και διάφορα άλλα πραγματάκια που θα φαίνονταν σαν σκουπίδια σε άλλους. Θυμάμαι ξεκάθαρα να το χρησιμοποιεί όταν διάβαζε, θυμάμαι να βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια τους αριθμούς των ασκήσεων και την ίδια να το έχει δίπλα της και να σβήνει έναν έναν τους αριθμούς όταν διάβαζε στο τραπέζι της κουζίνας. Ποτέ δεν θα υποψιαζόμουν ότι αυτό το τετράδιο θα μπορούσε ποτέ να ναι γεμάτο με τις πιο βαθιές της σκέψεις και πράγματα που δεν είχε πει σε κανέναν. Και εγώ η ίδια τυχαία το ανακάλυψα όταν κοίταγα ποια από τα σχολικά βιβλία της μπορούν να δωριστούν, σε αυτό το σπίτι έτσι κι αλλιώς δεν θα τα χρειαστεί κάποιος άλλος.
Όταν διάβασα το ημερολόγιο κατάλαβα πόσα λίγα ήξερα. Πόσες ανησυχίες της δεν μου είπε ποτέ, για πόσα προβλήματα δεν με συμβουλεύτηκε. Νιώθω τόσο άσχημα που το ίδιο μου το παιδί νόμιζε ότι είμαι πολύ απασχολημένη για να το ακούσω ή ακόμα χειρότερα ότι δεν θα την απόπαιρνα και θα έβρισκε τον μπελά της. Την πρώτη φορά που το διάβασα ένιωσα τον κόσμο να χάνεται. Όταν την είχα βρει νεκρή με το μπουκαλάκι των χαπιών ακόμα στο χέρι της δεν μπορούσα να καταλάβω τι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί που την οδήγησε σε αυτό. Αφού διάβασα το ημερολόγιό της κατάλαβα. Κατάλαβα όλη την πίεση, την μοναξιά και την απελπισία της. Η ιστορία που όμως μου φάνηκε πιο βαριά απ’ όλες και ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω είναι το πως ένα γνωστό της πρόσωπο την παρενοχλούσε σεξουαλικά. Ιστορίες φρίκης που δεν θα μπορούσα ποτέ να τις ξεστομίσω. Πάγωσα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί στο παιδί μου. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στις ταινίες ή στους αγνώστους στις ειδήσεις, ποτέ δίπλα μας. Τέτοια πράγματα κάνουν μόνο άτομα που τα αποφεύγεις στον δρόμο, όχι οι άνθρωποί μας. Δεν μπορούσα να το δεχτώ, δεν το χώραγε ο νους μου. Πως θα μπορούσε κάτι τόσο απαίσιο να συμβεί στην κόρη μου; Ποιο λάθος της θα μπορούσε να δικαιολογεί τέτοια τιμωρία; Τι κακό θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια τιμωρία για οποιονδήποτε; Δεν θα μπορούσα να το ευχηθώ ούτε στον χειρότερο εχθρό μου, ούτε καν σε όποιον της το έκανε, ακόμα και αν θα ήθελα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Το να ζεις συνεχώς με τον φόβο ότι κάποιος που μέχρι πρόσφατα εμπιστευόσουν μπορεί να σε βλάψει ξανά και ξανά και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό είναι μια φυλακή που κανένας δεν αξίζει.
Δεν άντεχα άλλο να ζω με τις σκέψεις μου και αποφάσισα να ανοίξω την τηλεόραση να ξεχαστώ. Για κακή μου τύχη, παντού έπαιζαν ειδήσεις εκείνη την ώρα: «Σοκάρουν οι δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Νεκτάριου Τζίμα, σε τηλεοπτικό σταθμό σχετικά με την υπόθεση του βιασμού της Μαρίας Παπαδοπούλου. Σχολιάζοντας την δολοφονία του κατηγορούμενου για τον βιασμό της έκανε την δήλωση που ακολουθεί». Αφού η παρουσιάστρια τελείωση την πρότασή της, η κάμερα σταμάτησε να τη δείχνει και στη θέση της έπαιξε ένα βίντεο από ένα πάνελ ενημερωτικής εκπομπής που έδειχνε τρεις άνδρες με κουστούμια, δύο παρουσιαστές και έναν καλεσμένο. «Κρίμα και άδικο να πεθάνει ένα νέο παιδί, ένα λάθος έκανε.» είπε ο καλεσμένος της εκπομπής και μετά η κάμερα πέρασε πάλι στην καλοφτιαγμένη ξανθιά παρουσιάστρια.
«Τη δήλωση αυτή σχολίασε και η μητέρα της άτυχης Μαρίας από τις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού». Στην οθόνη εμφανίστηκε μια γυναίκα περίπου 50 χρονών τα χέρια δεμένα με χειροπέδες περιστοιχισμένη από δημοσιογράφους και τα μικρόφωνά τους: «Εάν εγώ δεν μπορώ να κρυφτώ από τη δικαιοσύνη γιατί να μπορούν αυτοί; Γιατί να υπάρχει κρυψώνα από τη δικαιοσύνη για κάποιους λίγους; Και η δική μου η κόρη νέο παιδί ήταν. Το σύστημα πρέπει να μεριμνά για όλους, δεν το ζητάω, το απαιτώ.»
Τη θυμάμαι αυτή τη γυναίκα, ήταν η μάνα της Μαρίας Παπαδοπούλου. Μπήκε στη φυλακή για προμελετημένη ανθρωποκτονία. Σκότωσε τον βιαστή της κόρης της. Ο δικαστής αθώωσε τον βιαστή της, καθώς η Μαρία, που ήταν μεθυσμένη, κοιμήθηκε στο κρεβάτι του. Παρά το γεγονός ότι η Μαρία δεν ήξερε που πήγαινε, παρά το γεγονός ότι η Μαρία κοιμήθηκε με τα ρούχα της και ξύπνησε το άλλο πρωί γυμνή, παρά το γεγονός ότι η Μαρία δεν ήταν σε θέση να συναινέσει σε οποιαδήποτε πράξη. Η μάνα της δεν άντεξε να δει τον βιαστή της κόρης της να περπατά ελεύθερος, ενώ το παιδί της κείτεται κάτω από το χώμα εξαιτίας αυτών που της έκανε αυτός αλλά και κοινωνίας που την οδήγησαν να βάλει τέλος στην ζωή της. Τον πυροβόλησε στα σκαλιά του δικαστικού μεγάρου μετά την αθώωση του. Δεν την κατηγορώ, κι εγώ στη θέση της δεν ξέρω τι θα έκανα. Περίμενα ότι η δικαιοσύνη και η αστυνομία προστατεύει όλους τους πολίτες αδιακρίτως, αλλά προφανώς κάποιους τους προστατεύει περισσότερο.
Το ρεπορτάζ δεν είδα ποτέ πως συνεχίστηκε, αλλά αυτό που έγινε μετά με έφερε πιο κοντά σε αυτή τη μάνα απ’ ότι οποιοδήποτε ρεπορταζ θα μπορούσε. Πριν τελειώσει το ρεπορτάζ, το κουδούνι της πόρτας χτυπησε. Άνοιξα την πόρτα, αλλά δεν βρήκα κανέναν, το μόνο που υπήρχε ήταν ένας κλειστός φάκελος. Σήκωσα τον φάκελο και τον άνοιξα. Μέσα υπήρχε ένα σημείωμα και μια φωτογραφία. Αφού κοίταξα για λίγο το πρόσωπο του εικονιζόμενου άνδρα άνοιξα το σημείωμα. «Δεν μπορώ να ζω άλλο με αυτό το βάρος. Σε αυτό το φάκελο θα βρεις τη φωτογραφία του βιαστή της κόρης σου. Στο πίσω μέρος της βρίσκεται το όνομά του και η διεύθυνσή του. Κάνε ό,τι θέλεις με αυτές τις πληροφορίες, αλλά μην ψάξεις να βρεις ποιος είμαι. Το χρέος μου το έκανα. Κάνε ό,τι πιστεύεις αρμόζει.» Αυτός ο φάκελος με έφερε μπροστά στη πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου. Δεν ξέρω τι να κάνω, να πάω στην αστυνομία; Εδώ αθωώθηκε ο βιαστής της Μαρίας, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία ότι το έκανε, τα μόνα στοιχεία που έχω είναι αυτό το σημείωμα και το ημερολόγιο της μικρής μου. Αλλά από την άλλη τι μπορώ να κάνω, ποια είμαι εγώ να αποφασίσω τι τιμωρία του αξίζει; Δεν μπορεί όμως να μείνει ατιμώρητος. Γιατί να μείνει αυτός ατιμώρητος; Το παιδί μου δεν έκανε τίποτα και τώρα σαπίζει σε ένα φέρετρο εξαιτίας του. Όχι δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητος.
Οι αριθμοί στην τσέπη του
Ανδριάνα Ρεβενήσιου
Ο Μάξιμος ζει μόνος σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, έχει θέα την Ακρόπολη και αγαπάει να περνάει ατελείωτα βράδια με καλό κρασί και καλή μουσική ατενίζοντας την όμορφη θέα. Είναι 32 ετών και θα μπορούσε να πει κανείς πως ζει την ωραιότερη ηλικία όλων. Είναι όμορφος, με ψηλό ανάστημα και ευθυτενές παράστημα. Είναι μελαχρινός με έντονες γωνίες στο πρόσωπο και πρασινογάλαζα μάτια. Έχει πάντα ένα ελαφρώς αξύριστο στυλ στα γένια του που τονίζουν την αρρενωπότητά του. Το γυμνασμένο του σώμα, το οποίο κοσμούν κάποια τατουάζ -όλα σε μέρη μη εμφανή στην καθημερινότητα με την ενδυμασία της εργασίας- όμορφα αισθητικώς αλλά με κρυφά νοήματα που μόνο εκείνος μπορεί να αποκαλύψει την σημασία τους, σε συνδυασμό με το γοητευτικό του πρόσωπο και την έντονη πάγια προσωπικότητά του, είναι από τα πρώτα δείγματα πως θέλεις να τον γνωρίσεις καλύτερα, όταν τον συναντάς για πρώτη φορά. Κι αν σε αφήσει να δεις βαθύτερα θα καταλάβεις πως η εξωτερική του εμφάνιση είναι μονάχα η κορυφή του παγόβουνου. Όμως δεν θα σε αφήσει εύκολα να δεις μέσα του, γιατί μισεί να ανοίγεται και να μιλά για τον εαυτό του. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, παρόλα αυτά, είναι ο άνθρωπος που όλοι θέλουν να έχουν φίλο τους, εραστή τους ή ακόμη και συνάδελφο. Όσο αυτός μισεί τις στενές συναναστροφές και το crossing the line στις σχέσεις του, τόσο αυτό τον ακολουθεί συνέχεια. Ο Μάξιμος είναι καλλιτέχνης, ένας μουσικός, ο οποίος εργάζεται το πρωί σε πρακτορείο μοντέλων και το βράδυ είτε παίζει μουσική σε μικρά μπαράκια της πόλης, είτε μετατρέπεται σε μπάρμαν. Όπως και να έχει, έχει καταφέρει να κάνει στην ζωή του πράγματα που αγαπάει και τον κάνουν χαρούμενο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Η ενέργεια του για ζωή είναι αστείρευτη. Ο Μάξιμος φοβάται την αδράνεια και την στασιμότητα στην ζωή. Συχνές φράσεις που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την οπτική του απέναντι στις καταστάσεις και την ζωή είναι «Όσο ζεις προχώρα. Κι ας χαθείς και λίγο» ή «Δεν τερματίζεις αν δεν σε ξεπεράσεις». Σήμερα αποφάσισε να πάει με τα πόδια στο μπαράκι αντί για την μηχανή που χρησιμοποιεί συνήθως. Η βραδιά ήταν θερμή και τα πάντα προβλέπανε ένα όμορφο προ-καλοκαιρινό βράδυ. Το να αλλάζει τα σχέδιά του και να κάνει αυθόρμητες ρομαντικές κινήσεις είναι τόσο πολύ ιδίωμα του χαρακτήρα του. Περπατώντας τις γνωστές λεωφόρους βράδυ Σαββάτου στην τόσο ζωντανή Αθήνα ήταν γι’ αυτόν τροφή για σκέψη και παρατήρηση. Έβλεπε τους ανθρώπους να περνάνε βιαστικά τα φανάρια και να τρέχουν για να προλάβουν κάτι ή κάποιον. Κι άλλοι πάλι, να είναι εγκλωβισμένοι στα φανάρια μέσα στα ζεστά αυτοκίνητά τους και βλέποντας τον Μάξιμο να περπατάει τόσο ανάλαφρα και με βήμα ταχύ, να θέλουν να βρίσκονταν αυτοί στην θέση του. Φοράει ένα χρωματιστό πουκάμισο με ένα μπλε τζιν παντελόνι. Στον ώμο του κρέμεται ένα δερμάτινο τζάκετ, λογικά τα ξημερώματα που θα επιστρέφει από την δουλειά θα έχει μια κάποια δροσιά. Αυτός όμως τώρα περπατάει τόσο χαρούμενος, τόσο νέος και ωραίος. Φέρει το βλέμμα του ανθρώπου που είναι ικανοποιημένος από την ζωή. Σκέφτεται διάφορα πράγματα καθ’ όλη την διαδρομή. Βλέποντας όλους αυτούς τους ανθρώπους που επιστρέφουν από τις εργασίες τους σκυθρωποί, εκνευρισμένοι, ξεφυσώντας μήπως και απαλλαγούν κάπως μαγικά από τα βάρη της καθημερινότητας που τους τραβάνε όλο και πιο χαμηλά, αυτός σκέφτεται πως έχει κάνει σωστές κατ’ αυτόν επιλογές έως τώρα και νιώθει ευγνώμων γι’ αυτό. Η χαρά και η χαλαρότητα που νιώθει τον επιβεβαιώνουν πως απέφυγε έως ώρας αυτό που φοβόταν μην του συμβεί μεγαλώνοντας. Καθώς περπατάει βάζει το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του. Βρίσκει ένα χαρτάκι. Ξαφνιάζεται, δείχνει να μην το αναγνωρίζει. Το ανοίγει και βλέπει έναν αριθμό τηλεφώνου γραμμένο κι από κάτω ένα σημείωμα.
Φεύγω σε εφτά μέρες για την Αίγυπτο. Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρεις πριν φύγω. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει ξανά η δυνατότητα να σε δω στο μέλλον. Έλα να με βρεις το βράδυ του Σαββάτου στον λόφο απέναντι από εκεί που τρώγαμε παγωτό μικροί.
Ο Μάξιμος σταματάει να κινείται. Ποιός είναι αυτός που του έβαλε το χαρτάκι στην τσέπη; Ποιανού είναι αυτός ο αριθμός τηλεφώνου; Πληκτρολογεί τον αριθμό στο κινητό του και καλεί αμέσως για να μάθει σε ποιόν ανήκει. Καλεί αλλά δεν απαντάει κανείς. Συνεχίζει να περπατάει και να σκέφτεται. Πόσες μέρες έχει στην κατοχή του αυτό το γράμμα; Την Κυριακή που φορούσε ξανά αυτό το τζιν στο live δεν υπήρχε σίγουρα εκεί. Εκτός... εκτός αν δεν υπήρχε εκεί στην αρχή του προγράμματος αλλά «φυτεύτηκε» μέχρι το τέλος της βραδιάς. Ίσως την ώρα που έβγαζε φωτογραφίες με τους θαυμαστές κατά το τέλος της βραδιάς. Πλάκα θα είχε να έσβηναν τελείως τα γράμματα όταν πλύθηκε το παντελόνι μετά το βράδυ εκείνο. Δεν σβήσανε όμως. Ποια ή ποιός μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό; Ο νους του πάει σε κάποια πρώην κοπέλα του αλλά δεν μπορεί να είναι αυτή. Λείπει στο εξωτερικό χρόνια. Τότε ποια άλλη; Δεν θα δώσει άλλη σημασία για τώρα επειδή όπως και να ‘χει είναι καθ’ οδόν για την δουλειά του και δεν μπορεί να μην πάει. Θέλει να μάθει για ποιο άτομο πρόκειται, γιατί από τα γεγραμμένα φαίνεται να είναι άτομο με κάποιο κοινό παρελθόν. Φαίνεται να γνωρίζονται. Βγάζει το τηλέφωνό του και τηλεφωνεί στο μπαρ. «Γιώργο καλησπέρα, ο Μάξιμος είμαι. Δεν θα μπορέσω να έρθω απόψε στην δουλειά. Πρέπει να έπαθα τροφική δηλητηρίαση. Μπορεί να με καλύψει κάποιος άλλος για απόψε; ..... Ευχαριστώ πολύ ρε φίλε, τα λέμε». Κάνει αναστροφή, βρίσκει το πρώτο κοντινό λεωφορείο και επιστρέφει στο σπίτι του. Η αγωνία έχει κυριεύσει το πρόσωπό του αλλά διαφαίνεται και μία επιθυμία να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Γράφει sms στον αριθμό που ήταν γραμμένος στο ραβασάκι.
«Ασκληπιού 28, Αθήνα. Θα σε περιμένω εκεί απόψε. Μην ξεχάσεις να φέρεις παγωτό».
Με τον δυναμισμό που τον διακατέχει δεν θα άφηνε να γίνει έρμαιο καμίας κατάστασης και εννοείται πως θα το διαχειριζόταν με τόλμη και πυγμή. Μπαίνει στο σπίτι και αρχίζει να συμμαζεύει για να είναι όλα τέλεια. Όχι ότι επικρατεί και κανένας τρελός χαμός αλλά γενικά είναι τελειομανής οπότε θα μάζευε ακόμη και τα μαζεμένα. Το διαμέρισμα είναι ρετιρέ. Ευάερο και ευήλιο. Είναι περίπου 80 τ.μ. και η κουζίνα με το σαλόνι βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Είναι όμως ευρύχωρα και τα δύο. Ανακαινισμένο και πολύ κομψά στολισμένο. Οι μπαλκονόπορτες περιμετρικά του σαλονιού και καλύπτοντας δύο τοίχους χαρίζουν τόσο φως αλλά και ένα μαγευτικό ηλιοβασίλεμα. Ένας γωνιακός καναπές στο σαλόνι και ένα μίνι μπαρ αριστερά από αυτόν καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του σαλονιού. Από την άλλη πλευρά ένα πικάπ παίζει ένα βινύλιο με τζαζ μουσική και ο Μάξιμος προετοιμάζει σε ένα δίσκο ακουμπισμένο επάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού δύο ποτήρια κρασιού. Το κουδούνι της πόρτας χτυπάει και ο Μάξιμος ανοίγει. Δεν βλέπει κανέναν παρά μόνο έναν κλειστό φάκελο μπροστά από την πόρτα. Τον σηκώνει και τον ανοίγει. Το περιεχόμενο έχει μέσα δύο φωτογραφίες. Κοιτάζει και προσπαθεί να καταλάβει. Η μία είναι παλιά και η άλλη είναι καινούρια. Αναγνωρίζει τα πρόσωπα στην παλιά αλλά δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο στην καινούρια. Στην παλιά είναι αυτός μικρός και μία παλιά του φίλη που συνήθιζαν να κάνουν παρέα μέχρι να χωριστούν με το τέλος του λυκείου. Στην καινούρια είναι ένα μωρό. Έχει παρόμοια μάτια με τον Μάξιμο. Ποιο είναι αυτό το μωρό; Ποιος στέλνει παλιές φωτογραφίες μέσα σε φακέλους; Κάποιος ανεβαίνει με το ασανσέρ.
Ένα δώρο
Ν.Σ.
Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Μόνο αυτό έγραφε το μικρό κομμάτι χαρτί μέσα στο φάκελο, μέσα στον οποίο ήταν επίσης ένα μολύβι, και λίγες κόλες χαρτί.
Η Σελήνη δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι δεν ήξερε σε τι αναφέρονταν αυτό το μήνυμα, όσο και να το ήθελε. Κυρίως επειδή, όντας αερικό, της ήταν αδύνατο να πει ψέματα. Αναστέναξε. Ήταν τα δέκατα-όγδοα γενέθλιά της, και επομένως είχε μόλις αποκτήσει το δέκατο-όγδοο θύμα της.
Ένας θνητός πιάνονταν κάθε φορά που έχει γενέθλια ένα αερικό. Είναι το δώρο τους προς τη γη τους, γιατί μόνο έτσι, με την μοναδική ικανότητα των θνητών να δημιουργούν τέχνη, καταφέρνει η γη τους να παραμείνει ζωντανή και ισχυρή. Τα πρώτα εννέα χρόνια της ζωής της, όταν ακόμα ζούσε στον Κόσμο των Ανθρώπων και δεν γνώριζε τι πραγματικά ήταν, τα θύματα πιάνονταν κάθε χρόνο από άλλους του είδους της, που κατοικούσαν στον Κόσμο των Αερικών, προς τιμή των παιδιών τους, που για να δυναμώσουν αναγκαστικά ζούσαν προσωρινά ανάμεσα στους θνητούς.
Φρόντιζαν να πιάνουν όποιον άνθρωπο είχε την ατυχία να κυκλοφορεί μόνος του στο δάσος. Τις περισσότερες φορές, πάντως, η αρπαγή ανθρώπων ήταν απλά αποτέλεσμα της κακής τους κρίσης. Συνήθως ήταν άνθρωποι με κάποιο ταλέντο, και ήθελαν φήμη, αναγνώριση, χρήμα. Έκαναν, λοιπόν συμφωνίες με ξωτικά (ξωτικά, αερικά, νύμφες, νεράιδες: οι θνητοί έχουν τόσες διαφορετικές ονομασίες. Πάντα το ίδιο πλάσμα είναι). Τα έβρισκαν σε σταυροδρόμια, κάτω από γέφυρες, στις όχθες λιμνών και ποταμιών, σε μέρη που ο διαχωρισμός μεταξύ του κόσμου των θνητών και εκείνου των αερικών δεν είναι τόσο σαφής όσο συνήθως. Οι συμφωνίες με ξωτικά δεν έχουν πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα, και πάντα το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις είναι βαρύ. Οι περισσότεροι θνητοί φαίνεται να το ξεχνούν αυτό, όταν κάνουν όρκο με αερικά.
Κάπως έτσι καταλήγουν θνητοί στον Κόσμο των Αερικών. Δεν φεύγουν ποτέ. Ο κόσμος αυτός τους μαγεύει, τους κάνει να ξεχνούν τον εαυτό τους. Το ξινό κρασί τούς κρατά πάντα ξύπνιους, τα γλυκά, σαπισμένα φρούτα τους δίνουν παραισθήσεις, και ένα φιλί από ένα αερικό εξασφάλιζε την παντοτινή παραμονή τους.
Έτσι τιμούσαν την παράδοση τους είδους τους, ακόμα και για τα παιδιά των ξωτικών που αναγκάζονταν να ζουν τα πρώτα χρόνια της ζωής ανάμεσα στους θνητούς. Κανένα παιδί του είδους τους δεν ξεχνούσαν, και άρα ούτε η Σελήνη ξεχάστηκε ποτέ.
Όταν τους επιστράφηκε, στα εννέα της χρόνια, την υποδέχθηκαν με συμπόσια, μουσική και τραγούδια. Τότε, την είχε ξαφνιάσει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε λάβει τόσο θερμή υποδοχή στον ανθρώπινο κόσμο. Τα παιδιά της ηλικίας της σαν να ήξεραν από πάντα ότι η Σελήνη δεν ήταν σαν αυτά : Τα δόντια της φαίνονταν πιο αιχμηρά, το χαμόγελό της πιο πονηρό. Οι τυπικές σκανταλιές της παιδικής ηλικίας ήταν πιο σκληρές όταν τις έκανε εκείνη, οι τιμωρίες πιο σοβαρές. Στο σχολείο δυσκολεύονταν, και οι δάσκαλοι «ανησυχούσαν» για την απόδοσή της. Οι «γονείς» της, θνητοί που είχαν ξεγελαστεί ώστε να νομίζουν πως η Σελήνη ήταν άνθρωπος, σαν να διαισθάνονταν κάποιες φορές ότι η κόρη τους ήταν λίγο διαφορετική, χωρίς βέβαια να μπορούν να εξηγήσουν το πως και το γιατί.
Πλέον, η Σελήνη καταλαβαίνει ότι τέτοια συμπεριφορά, δεν είναι τίποτα εκτός του φυσιολογικού για το είδος της. Η χαρά των αερικών όταν επέστρεψε ήταν για τη Σελήνη η επιβεβαίωση που χρειάζονταν, για να αποδεχθεί ότι ποτέ δεν άνηκε στον Κόσμο των Ανθρώπων, ότι η παραμονή της στον Κόσμο των Αερικών είναι το πεπρωμένο της.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν χτύπησε η πόρτα της κάμαράς της κι εκείνη, περιμένοντας το γενέθλιο δείπνο της, άνοιξε την πόρτα, μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπη με τον φάκελο και τα περιεχόμενά του, το πρώτο της συναίσθημα ήταν απορία. Και έπειτα, θυμός.
Πουθενά στο δώρο αυτό δεν έγραφε από ποιον στάλθηκε. Μάλλον γιατί όποιος το έστειλε γνώριζε ότι η Σελήνη θα τον σκότωνε μόλις μάθαινε την ταυτότητά, για την προσβολή αυτή. Διότι μόνο προσβολή μπορεί να θεωρηθεί αυτό: Το να δώσει κάποιος σε αερικό ένα μέσο δημιουργίας τέχνης, κάτι που είναι ανθρώπινη ασχολία, κάτι που είναι παράνομο για το είδος της. Περιπτώσεις ξωτικών που ανακαλύφθηκε ότι ζωγράφιζαν ή τραγουδούσαν, ότι έγραφαν ιστορίες ή δημιουργούσαν χορογραφίες ή έφτιαχναν γλυπτά, πάντα εξορίζονταν στον Κόσμο των Ανθρώπων.
Η φύση των αερικών είναι να απολαμβάνουν την τέχνη και την ομορφιά άλλων. Ποτέ τα ίδια να είναι δημιουργοί τέχνης. Δεν τους είναι αδύνατο να δημιουργήσουν, αλλά δεν είναι στη φύση τους. Εξάλλου, η τέχνη τους, τις σπάνιες φορές που πραγματοποιείται, δεν είναι καλή, ποτέ στον βαθμό της ανθρώπινης.
«Σελήνη; Συμβαίνει κάτι;» Η φωνή της υπηρέτριάς της δεν κατάφερε να διώξει τις άσχημες σκέψεις της. Η Σελήνη δεν της απάντησε.
Έκλεισε απότομα την πόρτα του δωματίου της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν στο σπίτι της, στην Γη των Αερικών, στον κόσμο τους. Όχι, στον κόσμο μου, σκέφτηκε. Όλα ήταν καλά. Εντάξει, όχι ακριβώς. Οι κόλες και το μολύβι ήταν ακόμα εκεί, πιασμένα στα τρεμάμενα δάχτυλά της, άρα δεν ονειρεύεται, άρα δεν ήταν όλα καλά. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
Κάποιος, άνθρωπος ή αερικό, ήθελε να γράψει κάτι η Σελήνη.
Γιατί; Για να με πιάσουν και να με εξορίσουν;
…Ή μήπως για να αρχίσω να γράφω ξανά, και να βασανίζω τον εαυτό μου;
Ακόμα και πριν μάθει ότι ήταν παράνομο στον κόσμο της, υπήρχε λόγος που σταμάτησε να γράφει.
Διότι όσο και να απεχθάνονταν τους ανθρώπους επειδή ποτέ δεν την αποδέχθηκαν όσο ζούσε μαζί τους, άλλο τόσο τους μισούσε επειδή γι’ αυτούς ήταν τόσο εύκολο να δημιουργήσουν.
Η Σελήνη θυμάται να προσπαθεί να τους καταλάβει. Οι θνητοί με μεγάλη άνεση έγραφαν παρομοιώσεις, μεταφορές, αλληγορίες. Τους έβγαινε αβίαστα να ζωγραφίσουν κάτι εκτός της πραγματικότητας, ή να φιλοτεχνήσουν ένα άγαλμα που δεν είναι καν βασιζόμενο σε πραγματικό πρόσωπο.
Τους παρατηρούσε να δημιουργούν στον κόσμο του, και έβλεπε το απλό χαμόγελο στα χείλη τους όταν εξέφραζαν τα συναισθήματα τους με την τέχνη τους. Για εκείνους ήταν βάλσαμο, παρηγοριά. «Ορίστε πως νιώθω», έλεγαν. «Ορίστε τα μεγαλύτερα μου μυστικά, οι πιο κρυφές μου επιθυμίες. Ορίστε τα αγαπημένα μου πράγματα στον κόσμο και ορίστε και οι χειρότεροί μου φόβοι. Καταλαβαίνετε;» ρωτούσαν. «Νιώθει κανένας άλλος όπως νιώθω εγώ;». Και λάμβαναν ευχαρίστηση από αυτό, από την ιδέα ότι κάποιος τους έβλεπε, και από την επιβεβαίωση πως ναι, και άλλοι ένιωθαν όπως εκείνοι, σε εξίσου μεγάλο βαθμό. Και καταλάβαιναν. Τους καταλάβαιναν.
Όταν όμως η Σελήνη το είχε προσπαθήσει, κοριτσάκι ακόμα, θυμόταν να το έβρισκε ακατόρθωτο. Ήταν ανυπόφορη, η προσπάθεια να πιάσει το μολύβι και απλά να γράψει στο χαρτί. Την πονούσε όταν ήξερε στο νου της, ξεκάθαρα, τι θέλει να γράψει, αλλά όταν πήγαινε να γράψει, τα χέρια της δίσταζαν, και οι λέξεις πότε δεν ήταν οι σωστές για να περιγράψουν αυτό που ήταν στο μυαλό της.
Τον πόνο αυτό δεν τον εννοεί μεταφορικά, φυσικά, όπως τον εννοούν οι άνθρωποι. Τα χέρια της έτρεμαν κάθε φορά, και η πίεση στο στέρνο της ποτέ δεν έπαυε. Ο λαιμός της σφίγγονταν και κάθε προσπάθεια να ανασάνει ήταν βίαιη. Άμα κάποιος, σπανίως, την ρωτούσε τι έγραφε, και αν όλα ήταν καλά, δεν μπορούσε να μιλήσει, μόνο τους κοιτούσε με τα μάτια θολά από τα δάκρυα μέχρι να την αφήσουν μόνη της.
Ό,τι και να έγραφε, μικρό ή μεγάλο, το έκρυβε από όλους, και ύστερα από καιρό, όταν του έριχνε μια δεύτερη ματιά έτσι ημιτελές και πρόχειρο και ακανόνιστο που ήταν, με ασυναρτησίες και περίεργη σύνταξη, το έσκιζε από τα νεύρα της και το πετούσε στα σκουπίδια. Να μην μπορέσει να το δει κανένας άλλος.
Οπότε, από τότε που σταμάτησε να ζει στον κόσμο τους, σταμάτησε να γράφει. Γνώριζε τον κίνδυνο. Στον κόσμο που βρίσκονταν τώρα, κανένας δεν περίμενε από κανέναν να δημιουργήσει κάτι, και ήταν ευγνώμων για την ελευθερία αυτή.
Και αν κάποιες φορές ένιωθε την ανάγκη να γράψει για να μοιραστεί τις σκέψεις της και να δει αν κάποιος άλλος νιώθει όπως νιώθει κι εκείνη, μπορούσε εύκολα να διαβάσει τα έργα άλλων, ανθρώπινα, και γρήγορα ξεχνούσε την δική της ανάγκη.
Όμως… βλέποντας το χαρτί και το μολύβι στα χέρια της, δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτή την ανάγκη, όπως έκανε τόσα χρόνια. Μερικές φορές δεν συνειδητοποιείς πόσο κάτι σου λείπει παρά μόνο όταν βρίσκεται ξανά στα χεριά σου, και σε προκαλεί να το μην το αφήσεις.
Ένιωθε τη λεία επιφάνεια του χαρτιού στην παλάμη της. Στο αριστερό της χέρι, ο αντίχειράς της ψηλάφιζε την καλά ξυσμένη μύτη του μολυβιού, και η Σελήνη υποψιάστηκε ότι άμα κοιτάξει τώρα το χέρι της θα το βρει μουντζουρωμένο. Στο πάνω-πάνω μέρος της σελίδας σαν να έβλεπε ήδη τον τίτλο που θα έβαζε.
«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.», μουρμούρησε, ακόμη χαμένη στις σκέψεις της.
«Τι είπες;», ρώτησε η υπηρέτριά της. Είχε ξαφνικά βρεθεί δίπλα της.
Η Σελήνη γύρισε και την κοίταξε. Είχε ξεχάσει ότι βρίσκονταν εκεί, και για πρώτη φορά παρατήρησε ότι ήταν ανήσυχη. Δεν είχε σταματήσει να κοιτάει, τα πράγματα στα χέρια της Σελήνης, τα μάτια της γουρλωμένα, και βαριανάσαινε.
Φοβάται, συνειδητοποίησε η Σελήνη. Φοβάται δύο πράγματα τόσο απλά, ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι. Πόσο περίεργο.
Και με αυτή τη σκέψη, κατάλαβε ότι είχε πάρει την απόφαση της.
«Αστήρ», της είπε, και η υπηρέτριά της επιτέλους έστρεψε το βλέμμα της από το μολύβι και το χαρτί και την κοίταξε, το πρόσωπο της χλωμό. Αυτό δεν ήταν το πραγματικό της όνομα, φυσικά, όπως και το όνομα της Σελήνης δεν ήταν πραγματικά Σελήνη. Όλα τα αερικά κρατούσαν το αληθινό όνομά τους μυστικό, και διάλεγαν άλλα ονόματα εμπνευσμένα από τη φύση.
«Ναι;», αποκρίθηκε η Αστήρ.
«Δεν θα πεις σε κανέναν απολύτως γι’ αυτό το δώρο μου, σωστά;»
Δεν ήταν ερώτηση και η υπηρέτρια της το ήξερε.
Η Σελήνη υπέθεσε πως το άγριο βλέμμα που έριξε προς την Αστήρ την έκανε να καταλάβει ότι άμα την πρόδιδε και την εξόριζαν, θα φρόντιζε να έχει και η υπηρέτρια της την ίδια μοίρα, διότι απλά απάντησε «Όχι, βέβαια», με σιγανή φωνή. Η Σελήνη την πίστευε. Τα ξωτικά δεν μπορούν να λένε ψέματα.
«Ευχαριστώ», της είπε η Σελήνη, φροντίζοντας να της χαμογελάσει όσο πλατιά χρειάζεται για να φανούν τα αιχμηρά της δόντια. «Μπορείς να φύγεις τώρα από την κάμαρά μου. Να έχεις μία όμορφη νύχτα.»
Με το που έφυγε η υπηρέτρια της, Η Σελήνη κλείδωσε την πόρτα. Ακούμπησε το μολύβι και το χαρτί στο τραπέζι του δωματίου της, και έκατσε στην καρέκλα. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
Στον τοίχο απέναντι από το τραπέζι ήταν το μεγάλο παράθυρο του δωμάτιου. Οι κουρτίνες του ήταν μαζεμένες. Το φεγγάρι ήταν το μόνο πράγμα που δεν κρύβονταν από το πέπλο του σκοταδιού. Θα ήταν ο μόνος μάρτυρας, επομένως, αυτής της πράξης που επρόκειτο να κάνει. Αυτή η σκέψη κάπως καθησύχαζε τη Σελήνη. Κανένας άλλος δεν θα το μάθει. Το φως του έπεφτε στο τραπέζι και της επέτρεπε να γράψει χωρίς τη χρήση κεριού. Παίρνοντας μία βαθιά, τρεμάμενη ανάσα, φύσηξε το κερί δίπλα της για να σβήσει. Ήταν τα δέκατα-όγδοα γενέθλιά της.
Άρχισε να γράφει.
Το μέλλον έχει ήδη έρθει. Απλά όχι για όλους μας…
Εμμανουέλα Ξένου
Όταν χωρίζεις ξέρεις ότι θα πονέσει. Ακόμα κι όταν είναι για καλό, ξέρεις ότι και πάλι θα πονέσει. Όταν χωρίζεις ξέρεις ότι θα χρειαστείς χρόνο. Δεν ξέρεις πόσος ακριβώς, και ελπίζεις να είναι λίγος. Όταν χωρίζεις ξέρεις ότι θα σε ρωτήσει όλος σου ο περίγυρος ‘Τι έγινε ο ψηλός; Καιρό έχουμε να τον δούμε’ και προετοιμάζεις τρεις προτάσεις να τις έχεις να τις βάζεις κασέτα: ‘Ε δεν δούλεψε τελικά. Ήταν και δύσκολες οι συνθήκες. Δεν πειράζει όμως, προχωράμε’. Και αφού ξέρεις αυτά και άλλα τόσα, είσαι σίγουρη ότι μπορείς να διαχειριστείς ό,τι σου πετάξει η ζωή στο δρόμο σου -σαν το καλό και ώριμο κορίτσι που είσαι-.
Όταν χωρίζεις δεν ξέρεις όμως ότι θα υπάρχουν στιγμές, μικρές, -θα μπορούσες να τις πεις- απλές και καθημερινές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πάλι για ΟΛΑ και θα απειλούν να εκτροχιάσουν όλη σου την πρόοδο. Όπως το να βρίσκεις βρακιά του στο καλάθι των απλύτων σου. Γιατί τότε αρχίζεις να αναρωτιέσαι: τα ξέχασε ή μήπως τα άφησε; Μήπως για λίγο ούτε ο ίδιος δεν το είχε πιστέψει ότι θα χωρίζατε και θεώρησε ότι θα έρθει κάποια άλλη στιγμή να τα πάρει. Όμως χωρίσατε. Και τώρα κανένας από τους δυό σας δεν θα πάρει τηλέφωνο τον άλλο να του μιλήσει για βρακιά.
Και κάπως έτσι οι μέρες περνούν. Γεμίζεις το πρόγραμμά σου. Είσαι τυπική με τις υποχρεώσεις σου. Ο νεροχύτης γεμίζει με άπλυτα πιάτα. Αλλά δεν πειράζει γιατί θα τα τακτοποιήσεις στο μέλλον. Είναι που είσαι πολύ απασχολημένη. Ναι, αυτό είναι. Αυτός διαγράφει τα ψευδώνυμά σας από τη συνομιλία σας στο messenger. Εσύ διαγράφεις τη διεύθυνσή του από το efood. Έτσι! Για να μάθει. Αλλά ακόμα δεν έχεις καταφέρει να διαγράψεις την ανάγκη να του λες τα πάντα. Και τον παίρνεις τηλέφωνο. Και δεν έχει χρόνο για σένα. Και τον ξαναπαίρνεις τηλέφωνο. Και πρέπει να σταματήσεις να τον παίρνεις τηλέφωνο!
Ω! Ποιον κοροϊδεύω; Αυτή η ιστορία είναι η δική μου και κρύβομαι πίσω από το β’ ενικό πρόσωπο για να αποστασιοποιηθώ.
Αλλά δεν πείθω ούτε την εαυτή μου. Γεια σας παρεμπιπτόντως, δεν προλάβαμε νωρίτερα να κάνουμε τις συστάσεις. Ευχαριστώ που ανταποκριθήκατε στην πρόσκλησή μου να παρακολουθήσετε αυτόν τον μονόλογο. Υποθέτω πως το μυαλό σας ως τώρα έχει καλύψει τα κενά. Με χώρισε. Ξέρει κανείς σας από κηπουρική; Προσπαθώ να ξεφορτωθώ ένα επίμονο αγριόχορτο αυτόν τον καιρό. Ένα αγριόχορτο 26 χρονών, ψηλό μελαχρινό με μπούκλες.
Είσαι το αγριόχορτο στον κήπο της ζωής μου. Ναι, σε σένα μιλάω. Στο κεφάλι μου αναγκαστικά πρέπει να κάτσεις να με ακούσεις. Δεν μπορείς να μου το κλείσεις, ούτε να μου στείλεις ένα αδιάφορο μήνυμα και να με γειώσεις, ούτε να εκτροχιάσεις τον ειρμό μου. Φύτρωσες μέσα μου σε σημεία που κανονικά δεν θα έπρεπε να είσαι. Σημεία που κράταγα για μένα. Δεν ξέρω καν αν το κατάλαβες. Και τώρα μου ζητάς έτσι απλά, να σε ξεριζώσω. Λοιπόν δεν ξέρω από κηπουρική, και ούτε θέλω να μάθω!
Ποια είναι η διαφορά ενός αγριόχορτου από ένα αγριολούλουδο; Ας μου πει κι εμένα κάποιος. Εγώ το μόνο που ήθελα είναι να αφήσω όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Ήμασταν ένα και τώρα είμαι μόνο μία. Γίνομαι δραματική το ξέρω. Υποθέτω στο μέλλον που θα έχω ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον με ανθρώπους να με κατανοούν και να με αγαπάνε -στο μέλλον που θα έχω λύσει ή έστω θα έχω μάθει να διαχειρίζομαι τα ψυχολογικά μου χωρίς να τα βγάζω στη σχέση μου – στο μέλλον που η σχέση μου δεν θα με αφήσει με την πρώτη δυσκολία, θα κοιτάω αυτές τις μέρες αναγνωρίζοντας ότι ήταν μόνο η αρχή. Το μόνο που μένει είναι να λύσω τα ψυχολογικά μου. Τέλειο σχέδιο. Ευκολάκι. Μα καλά ποιος χτυπάει το κουδούνι;
Δεν ήταν κανείς στην πόρτα. Μόνο ένας φάκελος. Περίεργο αλλά δηλώνω ιντριγκαρισμένη. Μπορεί να μην είναι καν για μένα, δεν γράφει πάνω σε ποιον απευθύνεται. Άρα μπορεί να είναι και για μένα. Άρα πρέπει να τον ανοίξω για να σιγουρευτώ.
Μωρό μου,
Δεν ξέρω πόσες ημέρες έχουν περάσει που έχω να σου πω ότι σε αγαπάω. Οπότε θέλω να ξεκινήσω με αυτό. Σ’ αγαπάω. Και ξέρω ότι με αγαπάς κι εσύ. Αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Το ξέρεις ότι δεν το έχω με τις λέξεις και τσαντίζομαι να προσπαθώ να τις βρω, οπότε ξέρεις και ότι αυτό για μένα ήταν υπέρβαση. Την έκανα όμως γιατί υπάρχουν ακόμα πράγματα στον αέρα ανάμεσά μας, πράγματα που χρωστάω να στα πω.
Είμαι εγωιστής, οξύθυμος και ζηλιάρης. Είμαι αγχωμένος, με ένα σκασμό υποχρεώσεις και δεν ξέρω καλά καλά αν κάθε μήνα θα φτάσει ο μισθός. Και ξέρω ότι όσο κι αν λες ότι καταλαβαίνεις τα προβλήματά μου, στην πραγματικότητα δεν μπορείς να νιώσεις τον κόμπο που έχω στον στομάχι όταν μου ζητάς να πάμε κάπου, και εγώ πρέπει να σου πω όχι, γιατί είμαι κομμάτια απ’ τη δουλειά ή γιατί δεν μου φτάνουν τα λεφτά. […]
Μακάρι να ήσουν η ηρεμία μου. Ίσως στο μέλλον […] Στο μέλλον που θα έχω […]
…στο μέλλον…
Σε παρακαλώ μην με περιμένεις. Δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα για το μέλλον.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Το μέλλον για εμάς… προμηνύεται… αβέβαιο (για να το θέσω ευγενικά). Και το ήθελα αυτό το μέλλον. Το ήθελα πολύ. Ακούω για αυτό το μέλλον από την αρχή. Για αυτό το μέλλον ζούσαμε μέσα σε αυτή τη σχέση. Is the future here yet? Όταν… θα… Μονίμως ο ήλιος θα ξημερώσει στο μέλλον, στο σήμερα κάνουμε υπομονή. Όλη την εβδομάδα περιμένοντας το ρεπό. Ακόμα κι εγώ που δεν δούλευα δηλαδή… Περίμενα το ρεπό του για να τον χαρώ. Είχα γίνει ετερόφωτος οργανισμός. Ηλιοτρόπιο που στρέφεται προς τον ήλιο, αντί να κοιτάξει το μέλλον κατάματα. Και τώρα το μέλλον ήρθε, και εγώ ακόμα ανοίγω τα μάτια μου, γιατί με είχε τυφλώσει ο ήλιος.
Φθινόπωρο 2023
Η σιωπή της ψυχής
Γεωργία Κανελλοπούλου
Η Ελίνα γεννήθηκε σε ένα μικρό ψαροχώρι της Νότιας Κρήτης πριν από 12 χρόνια. Είναι ένα κορίτσι γήινο με έντονα χαρακτηριστικά. Έχει μέτριο ανάστημα και γεροδεμένο κορμί. Το ροδαλό πρόσωπό της είναι στεφανωμένο από σκούρα καστανά μαλλιά που τα έχει πάντα πλεγμένα σε δύο χοντρές, γυαλιστερές πλεξούδες. Όταν τρέχει τυλίγονται γύρω από το κορμί της σαν φίδια. Τα φρύδια της πυκνά και ατίθασα, ρίχνουν ίσκιο στα πράσινα μάτια της. Οι γυριστές βλεφαρίδες δίνουν στο βλέμμα της μια υποψία έκπληξης αλλά και θλίψης. Κάτω από τη λίγο γαμψή μύτη της, το κατσαρό στόμα με τις ανασηκωμένες άκρες, λες και προσπαθεί να συγκρατήσει ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο.
Ο πατέρας της, ο Νίκος, είναι ψαράς, όπως και όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού. Έχει ένα μικρό καΐκι και με αυτό προσπαθεί να φροντίσει την Ελίνα. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα πια. Τα δίχτυα του τον τελευταίο καιρό είναι πιο συχνά άδεια παρά γεμάτα. Λες και η θάλασσα είχε αδειάσει από ψάρια τα τελευταία δύο χρόνια μετά τον μεγάλο σεισμό που είχε συνταράξει το νησί. Οι ψαράδες του χωριού κουνούσαν το κεφάλι μουρμουρίζοντας άλλοτε βρισιές και άλλοτε προσευχές. Πόσο ακόμα θα τους δοκιμάζει ο Θεός; Δε φτάνει που ο σεισμός είχε καταστρέψει τα φτωχικά τους σπίτια…; Έπρεπε και τα καΐκια τους να γυρίζουν άδεια μετά από μέρες αναζήτησης καλής ψαριάς; Έτσι και ο Νίκος, έφευγε κάθε φορά όλο και πιο μακριά με το καΐκι του για να βρει τα κοπάδια των γαύρων που έχουν εξαφανιστεί.
Η μητέρα της Ελίνας, η Αγάπη, είχε πεθάνει στον μεγάλο σεισμό. Όταν άρχισε το θεριό μέσα στη γη να βρυχάται, ήταν τρεις η ώρα τη νύχτα. Ο κόσμος ονειρευόταν μέσα στα ζεστά του παπλώματα. Ο Νίκος είχε φύγει αποβραδίς για τη δουλειά. Η Αγάπη αλαφροκοιμόταν όταν ένιωσε το πρώτο τράνταγμα. Πετάχτηκε και έτρεξε στο κρεβάτι της Ελίνας προσπαθώντας να τη σηκώσει για να τη βγάλει έξω. Το παιδί βαρύ και ασήκωτο στο βάθος του ύπνου του δεν κουνιόταν. Η μάνα τραβούσε το κοιμισμένο κορίτσι , μέχρι που ξύπνησε και υπακούοντας στις προσταγές της, έτρεξε στην εξώπορτα και πετάχτηκε στην αυλή, σκούζοντας από τον τρόμο και τον πανικό. Η Αγάπη όμως δεν πρόλαβε να βγει... Η κεραμιδένια παλιά στέγη με τα σαρακοφαγωμένα δοκάρια κατέρρευσε και την καταπλάκωσε. Το κορίτσι, όταν είδε να βγάζουν νεκρή τη μάνα του από τα συντρίμμια, σκεπασμένη με το δικό της πάπλωμα, λες και μέσα της έσβησε το φως. Τα πάντα χάθηκαν για την Ελίνα και βούλιαξε σε έναν κόσμο σιωπής. Από κείνο το βράδυ δεν ξαναμίλησε.
Ο πατέρας της τον πρώτο καιρό περιφερόταν οργισμένος και αεικίνητος. Προσπαθώντας να σώσει ότι μπορούσε να σωθεί από το βιός τους, έφτιαξε ένα πρόχειρο κατάλυμα χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια του πεσμένου σπιτιού τους. Απασχολημένος όπως ήταν, τού πήρε λίγο καιρό να καταλάβει πως το παιδί δεν έλεγε κουβέντα από το βράδυ του σεισμού. Από την άλλη, ίσως και να τον βόλευε η σιωπή της προκειμένου να μην έχει και τις δικές της πληγές να γιατρέψει. Όταν τελικά συνειδητοποίησε πως η Ελίνα είχε μουγγαθεί, την πήγε σε γιατρούς στο Ηράκλειο και μετά στην Αθήνα. Όλοι του έλεγαν το ίδιο: Δεν υπήρχε παθολογική αιτία για την κατάστασή της… Ήταν καθαρά το σοκ του σεισμού και η απώλεια της μητέρας της που είχε προκαλέσει αυτή τη σιωπή… Σε λίγο καιρό θα επανερχόταν η ομιλία της.
Οι εβδομάδες όμως περνούσαν και η Ελίνα παρέμενε σιωπηλή. Ακόμα και όταν ξαναπήγε στο σχολείο, οι δάσκαλοί της ξέροντας τί της είχε συμβεί, δεν την πίεζαν να μιλήσει. Παρακολουθούσε τα μαθήματα χωρίς να συμμετέχει και χωρίς να την ενοχλεί κανείς. Τα παιδιά απομακρύνθηκαν σιγά σιγά από αυτήν γιατί τα φόβιζε η σιωπή της. Όχι μόνο η σιωπή της... Ήταν και κάτι άλλο που τα έσκιαζε... Η απόλυτη απουσία ενδιαφέροντος για οτιδήποτε, η αίσθηση πως ότι κι αν γινόταν μπροστά της δε θα της καιγόταν καρφί. Μια μέρα για να την κάνουν να μιλήσει, την έπιασαν και την έδεσαν με ένα σκοινί. Το κορίτσι στριφογύριζε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του, όμως δεν έβγαλε μιλιά. Ακόμα και όταν άρχισαν να την τρυπούν με καρφίτσες που είχαν πυρώσει στην άκρη, λες και δεν τις ένιωθε, μόνο ανέπνεε με αγωνία ανοιγοκλείνοντας το στόμα της σαν το ψάρι έξω από το νερό. Στο τέλος τα παιδιά κατάλαβαν πως δεν επρόκειτο να μιλήσει. Την άφησαν στην ησυχία της και ούτε ξανασχολήθηκαν μαζί της.
Ο Νίκος βλέποντας την κόρη του να κλείνεται ολοένα και πιο πολύ στον εαυτό της, το έβρισκε όλο και πιο δύσκολο να την προσεγγίσει. Η απόσταση μεταξύ τους όλο και μεγάλωνε. Τί να της πει άλλωστε; Δεν ήξερε από κορίτσια. Αυτός μόνο από ψάρια γνώριζε. Η Αγάπη ήταν πάντα κοντά στη μικρή. Αυτή ήξερε τα πάντα για την Ελίνα και θα μπορούσε όλα να τα διορθώσει. Εξάλλου το κορίτσι μεγάλωνε… Μέρα με τη μέρα μεταμορφωνόταν σε γυναίκα. Πώς θα μπορούσε να της μιλήσει για αυτά που μιλάνε τα κορίτσια με την μητέρα τους όταν μεγαλώνουν; Τράβηξε λοιπόν και αυτός στην άκρη του και οι θλίψεις τους δεν βρήκαν δρόμο να συναντηθούν. Έμεινε ο καθένας στη γωνιά του αναμασώντας τον πόνο και τη στεναχώρια του.
Οι μήνες κυλούσαν και η Ελίνα μεγάλωνε μες στη σιωπή. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, βοηθούσε τον πατέρα της με το καΐκι, έκανε τσάτρα-πάτρα τα μαθήματά της και δεν ζητούσε τίποτα άλλο. Όταν τελείωνε με τις δουλειές, τής άρεσε να κάθεται στο πεζουλάκι του κήπου που έβλεπε προς τη θάλασσα. Τότε έφερνε ξανά στο νου της τις μέρες που ζούσε η μητέρα της. Θυμόταν τις χαρές, τα παιχνίδια, τα μαλώματα, τη σιγουριά που ένιωθε όταν ήταν δίπλα της. Η μαμά της κρατούσε όλο της τον κόσμο στη θέση του. Όταν πέθανε, η Ελίνα ένιωσε να ανοίγει μια μεγάλη τρύπα στην καρδιά της. Μέσα σε αυτή την άβυσσο έπεσε το γέλιο, η χαρά, η ελπίδα, η ανακούφιση, η ασφάλεια. Χάθηκαν τα όμορφα και σταθερά σημεία της ζωής της. Όλα εξαφανίστηκαν, καταποντίστηκαν στο μαύρο σκοτάδι του πένθους. Κανένα φως, ούτε καν ένα λυχναράκι να κρατάει μια φλογίτσα αναμμένη. Για τί να μιλήσει αφού δεν υπήρχε η μαμά της εκεί για να την ακούσει; Ποιος θα γελούσε με τα αστεία της και τα καμώματά της; Ποιος θα σιγομουρμούριζε ένα τραγούδι μαζί της; Ποιος θα άκουγε τα όνειρά της όταν ξυπνούσε το πρωί; Ποιος θα ξόρκιζε τους εφιάλτες της τις νύχτες όταν ξυπνούσε τρομαγμένη και θα της ψιθύριζε: «Όνειρο ήταν… πάει πέρασε… εγώ είμαι εδώ…». Να μιλήσει να πει τί…; «Μαμά γύρνα πίσω…; Φοβάμαι…; Πάρε με αγκαλιά...; Μού λείπεις...; Έχω πεθάνει και εγώ μαζί σου…; Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα...;» Γι’ αυτό σιωπούσε. Γιατί αν τα έλεγε όλα αυτά φωναχτά θα έσπαγε η καρδιά της. Μέσα από την ανείπωτη θλίψη της, έβλεπε τη σκιά του πατέρα της να περιφέρεται γύρω της και να προσπαθεί να κρατήσει και αυτός τα κομμάτια του ενωμένα. Μάταια βέβαια... Και ο δικός του κόσμος είχε χαθεί ανεπιστρεπτί. Η Αγάπη ήταν η δυνατή κόλλα της οικογένειάς τους. Ο Νίκος έλειπε μερόνυχτα ολόκληρα και έμεναν πίσω οι δύο γυναίκες να ξεροσταλιάζουν μέχρι να γυρίσει. Ειδικά όταν ο καιρός αγρίευε, ξενυχτούσαν και οι δύο προσευχόμενες να είναι καλά ο άντρας και πατέρας τους. Να τον φυλάει ο Αι Νικόλας, να γυρίσει στο σπίτι τους σώος. Και όταν γύριζε πια, μουσκεμένος ως το κόκαλο, στυμμένος και ψημένος από την κούραση και την αλμύρα, έπεφταν πάνω του και τον χιλιοφιλούσαν, σαν να έχει γυρίσει από τον θάνατο. Η Ελίνα τον λυπόταν, όμως δεν είχε μάθει να ζει με τον πατέρα της. Η μάνα της ήταν όλος ο κόσμος της. Ο πατέρας ήταν απών και παρόλο που ήταν τρυφερός μαζί της όταν ερχόταν, ένιωθε να τον φοβάται και να του κρατάει κακία. Έχανε τη μαμά της, αφού έπρεπε να τη μοιράζεται μέχρι να ξαναφύγει ο πατέρας με το καΐκι.
Η Ελίνα μεγάλωνε μόνη της σαν αγριολούλουδο στις γυμνές πλαγιές του βουνού.
Ένα απόγευμα του Μαΐου καθόταν στο αγαπημένο της πεζουλάκι και κοιτούσε τη θάλασσα. Έψαξε στην τσέπη του φουστανιού της για να βρει τα κεράσια που είχε μαζέψει περνώντας από την κερασιά του κήπου. Ήξερε πως ήταν άγουρα ακόμα και ξινά, όμως δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο και να μην τα δοκιμάσει. Μαζί με τα κεράσια τράβηξε από την τσέπη της διπλωμένο ένα χαρτάκι. Δεν ήταν εκεί πριν λίγο… Ή δεν το είχε πάρει νωρίτερα χαμπάρι…
Η Ελίνα τα δύο τελευταία χρόνια δεν είχε αγοράσει ρούχα. Ένα πρωί ανακάλυψε πως δεν είχε τίποτα πια να φορέσει. Όλα της τα ρούχα ήταν στενά και κοντά. Τότε έψαξε στο μπαούλο. Είχε δει τον πατέρα της να καταχωνιάζει εκεί τα ρούχα της Αγάπης. Τα είχε κρύψει για να μην τα βλέπει … Πονούσε πολύ στο θέαμα… Η Ελίνα βούτηξε τα φουστάνια της μάνας της στην αγκαλιά της και χώνοντας το πρόσωπό της μέσα, τα μύρισε ξεσπώντας σε λυγμούς. Έκλαψε πολύ πάνω από τα ρούχα της Αγάπης… Όταν ησύχασε, φόρεσε ένα φουστάνι της μητέρα της. Της έπεφτε μεγάλο… Ξαφνιάστηκε με το συναίσθημα που ένιωσε… Σα να μεγάλωσε ξαφνικά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διαπίστωσε πως έμοιαζε στη μαμά της. Αισθάνθηκε ζεστασιά και πως δεν ήταν τόσο μόνη.
Και τώρα; Τί ήταν αυτό το χαρτάκι; Το ξεδίπλωσε και διάβασε…
«Αγάπη μου, ετοιμάζομαι πάλι να φύγω με το καΐκι… Είναι μεσάνυχτα… Ακούω τις κοιμισμένες σας ανάσες και αγαλλιάζει η ψυχή μου. Κάθε φορά μου γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σας αποχωριστώ… Μού λείπετε… Σας αγαπώ τόσο πολύ…».
Η Ελίνα ξαναδιάβασε το σημείωμα πολλές φορές… Δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο πατέρας της, αυτός ο αμίλητος και φευγάτος άντρας, θα έγραφε τέτοια λόγια. Άραγε να υπήρχαν και άλλα τέτοια χαρτάκια;
Έτρεξε πίσω στο σπίτι και άρχισε να ψάχνει στο μπαούλο. Ψαχούλεψε όλες τις τσέπες στα ρούχα της μητέρας της σκορπίζοντάς τα στο πάτωμα. Δε βρήκε τίποτα… Όμως είδε στον πάτο του μπαούλου μια διπλωμένη υφαντή κουβέρτα. Της τράβηξε την προσοχή ένα φούσκωμα που έκανε. Άγγιξε την κουβέρτα και ένιωσε κάτι σκληρό να βρίσκεται από κάτω. Βρήκε ένα ξύλινο κουτί και το τράβηξε έξω. Κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα, το έβαλε στην ποδιά της και το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν πολλά διπλωμένα χαρτάκια σαν αυτό που είχε βρει. Υπήρχαν και μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Έπιασε την πρώτη και αναγνώρισε τον εαυτό της μωρό στην αγκαλιά της μητέρας της. Φορούσε καπελάκι με φραμπαλά, γυαλιστερό φουστανάκι μέχρι τους αστραγάλους, καλτσάκια με δαντέλα και παπούτσια μπαλαρίνας. Ο πατέρας είχε απλώσει το χέρι του και αγκάλιαζε και τις δύο. Τα μάτια τους ήταν λαμπερά, γεμάτα περηφάνεια και ευτυχία. Ήταν και οι ίδιοι καλοντυμένοι και η Ελίνα υπέθεσε πως μάλλον θα ήταν από την ημέρα της βάφτισής της.
Στην επόμενη είδε τους γονείς της τη μέρα του γάμου τους. Η μητέρα της φορούσε ένα σεμνό νυφικό με κοντό μανικάκι και φαρδιά, μακριά φούστα από δαντέλα. Στο κεφάλι της φορούσε το στεφάνι του γάμου και τα χέρια της καλύπταν μέχρι πάνω από τους αγκώνες, μακριά, λευκά, σατέν γάντια. Καθόταν σε μια καρέκλα και κοιτούσε τον πατέρα της, που στεκόταν όρθιος στο πλάι της. Φορούσε ένα σκούρο κοστούμι με λευκό τριαντάφυλλο στο πέτο. Είχε το ένα χέρι του γύρω από τους ώμους της Αγάπης και έσκυβε ελαφρά προς εκείνη. Την κοιτούσε και το βλέμμα του ήταν μελωμένο… Βλέμμα ενός ερωτευμένου άνδρα…
Κρατώντας την επόμενη φωτογραφία, είδε τον πατέρα της να την έχει βάλει στους ώμους της και να τη στριφογυρίζει. Η Ελίνα ήταν ξεκαρδισμένη από την περιδίνηση και το χοροπηδητό… Τη θυμόταν εκείνη τη μέρα... Ίσως να ήταν και η πρώτη της ανάμνηση από τη νηπιακή της ηλικία. Δεν ήταν πάνω από τεσσάρων χρονών. Ήταν ανήμερα Πάσχα και ο πατέρας ήταν σπίτι. Θυμάται τη μητέρα της κεφάτη να μαγειρεύει το μεσημεριανό εορταστικό φαγητό -αρνάκι με πατάτες στο φούρνο- και να τραγουδάει. Ο πατέρας εκείνη τη μέρα είχε κάνει όλες τις τρέλες μαζί της… Παιχνίδια, γαργαλητά, κυνηγητά, κρυψίματα, τρομάγματα… Θυμόταν το βροντερό γέλιο του και πόσο της άρεσε να το ακούει. Έκανε κι έλεγε όλες τις τρέλες προκειμένου να τον προκαλεί και να γελάει περισσότερο. Μετά το φαγητό είχαν ξαπλώσει και οι τρεις τους στο κρεβάτι των γονιών της. Μέχρι να την πάρει ο ύπνος, θυμόταν καθαρά το αίσθημα ασφάλειας και ευτυχίας που ένιωθε ανάμεσά τους και πως ο μπαμπάς της δεν ήταν « ο ξένος» που τον θεωρούσε μέχρι τότε.
Στην τελευταία φωτογραφία ήταν η Αγάπη μαζί με την Ελίνα, σε ένα κοντινό ενσταντανέ. Ήταν αγκαλιασμένες, μάγουλο με μάγουλο. Η Ελίνα είχε πλέξει σφιχτά τα χεράκια της γύρω από το λαιμό της μαμάς της για να είναι όσο πιο κοντά της γίνεται… ή για να μην της φύγει. Το βλέμμα της φανέρωνε λαχτάρα και απληστία για την Αγάπη. Η μάνα της φαινόταν ξαφνιασμένη από το σφίξιμο αλλά και να το διασκεδάζει. Σε αυτήν τη φωτογραφία κατάλαβε η Ελίνα ότι είχε τα χαρακτηριστικά της μαμάς της. Τα τοξωτά φρύδια, τα στοχαστικά μάτια, το κατσαρό στόμα.
Πήρε στα χέρια της ένα χαρτάκι, το ξεδίπλωσε και διάβασε: «Αγάπη μου, κάθομαι στην πρύμνη του καϊκιού και σας συλλογιέμαι. Είναι ξημερώματα και ουρανός έχει πάρει φωτιά από τον ήλιο που ξεπροβάλλει. Απόψε έβρεχε όλη τη νύχτα, αλλά η θάλασσα ήταν ήσυχη. Μάζεψα τα δίχτυα μου και ήταν γεμάτα. Ανυπομονώ να γυρίσω κοντά σας και να πάμε στην πόλη που έχει το πανηγύρι, να φάμε λουκουμάδες και να πάει το παιδί στις βαρκούλες να χαρεί… Ανυπομονώ να γυρίσω σπίτι μας και να με υποδεχτείς όπως πάντα λέγοντάς μου… Καλώς γύρισες άντρα μου!!!...»
Στο επόμενο σημείωμα ο Νίκος έγραφε: «Αγάπη μου, έφυγα πολύ ανήσυχος για το παιδί μας και ακόμα είμαι… φοβάμαι… γιατί ο πυρετός δεν κατεβαίνει; Προσεύχομαι να γίνει καλά και σε δυο μέρες που θα γυρίσω να την βρω να παίζει στην αυλή μας με τη γάτα. Αν πάθει κάτι θα τρελαθώ…».
«Αγάπη μου, μπορεί να με κοροϊδεύεις που σου γράφω γράμματα από τη θάλασσα, αλλά έτσι νιώθω πως είμαι πιο κοντά σας. Κάνει πολύ κρύο σήμερα. Η θάλασσα ήταν ανακατωμένη και η ψαριά βγήκε λειψή… Θα προχωρήσω νοτιότερα μήπως και συμπληρώσω το μεροκάματο. Σας σκέφτομαι κοντά στη γωνιά… Να διαβάζει η μικρή για το σχολειό της και συ να πλέκεις ανήσυχη για τον παλιόκαιρο. Σας βλέπω να ζεσταίνεστε και ζεσταίνεται και η ψυχή μου…».
Η Ελίνα συνέχισε το διάβασμα όλο και πιο περίεργη αλλά και ξαφνιασμένη από αυτά που μάθαινε για τον πατέρα της. Στα γράμματα του προς την Αγάπη, διηγούνταν τη ζωή του πάνω στο καΐκι, πώς ήταν ο καιρός, η θάλασσα, τα χρώματα, ο αέρας… Τί σκεφτόταν, τί ένιωθε, τί τον πονούσε, τί του έλειπε… Σχολίαζε το τί είχε γίνει στο σπίτι, τις διαφωνίες τους, τους τσακωμούς τους, τις έγνοιες τους. Της ζητούσε συγγνώμη ή την επέπληττε αν είχε φερθεί αυστηρά στην Ελίνα και της έλεγε να προσέχει το παιδί… Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ξεκαθάριζε στο μυαλό της μια εικόνα του πατέρα της πολύ διαφορετική από αυτήν που είχε συνηθίσει να έχει. Πάντα πίστευε πως ήταν ένας απόμακρος άνδρας του χωριού, που δεν είχε άλλη έγνοια εκτός από τη δουλειά του, που δεν έδινε σημασία για το τί γινόταν μέσα στο σπίτι αλλά ούτε και στην ίδια. Δεν εκδήλωνε τα συναισθήματά του και φαινόταν αδιάφορος και απών, ακόμα και όταν ήταν στο σπίτι. Όμως τώρα ξεπρόβαλλε ένας άνδρας τρυφερός, στοργικός και ευαίσθητος… βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα του… που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το παιδί του. Νοιαζόταν και καιγόταν η καρδιά του από την ανησυχία όταν έλειπε. Ένας ποιητής που είχε διαλέξει αυτόν τον τρόπο για να καταλαγιάζει την αγωνία του…να εκφράζει στη γυναίκα του όλα αυτά που δεν μπορούσε να της εκφράσει με το στόμα… να της δείχνει τον έρωτά του και το πάθος του.
Όταν τελείωσε το διάβασμα το κορίτσι άκουγε μες το κεφάλι της τα λόγια του πατέρα της. Ένιωθε σαν να είχε γυρίσει ο χρόνος πίσω… τότε… πριν το σεισμό. Θυμόταν αρκετά από τα περιστατικά που περιγράφονταν στα σημειώματα και τα ξαναζούσε ένα ένα. Χαμογέλασε και ξαφνιάστηκε με το ίδιο της το χαμόγελο. Ένιωσε στο στήθος της κάτι να τρέμει, σαν γαργαλητό. Θυμήθηκε πώς ήταν να αισθάνεσαι χαρά, ευτυχία, ανακούφιση. Ξαναθυμήθηκε τη σιγουριά που ένιωθε κοντά στη μάνα. Ένιωσε να ψηλώνει και να μην αγγίζει πια τη γη. Λες και έβγαλε φτερά στην πλάτη…
Άρχισε να μαζεύει από γύρω της τα χαρτάκια και να τα ξαναδιπλώνει με τρυφεράδα. Τα τακτοποίησε όλα μέσα στο κουτί και από πάνω έβαλε τις φωτογραφίες. Το έκλεισε και το έχωσε πάλι κάτω από την κουβέρτα.
Μάζεψε από το πάτωμα όλα τα ρούχα της Αγάπης και τα έβαλε στη σκάφη να τα φρεσκάρει. Ήθελε να τα φροντίσει και να τα φορέσει…έστω κι αν κάποια της ήταν μεγάλα. Θα τα «γέμιζε» με τον καιρό… Τα έπλυνε και τα άπλωσε στον ήλιο να στεγνώσουν. Τα έβλεπε να χορεύουν στον απογευματινό αέρα και νόμιζε πως έβλεπε τη μάνα της να της γνέφει και να της χαμογελά.
Είχε σουρουπώσει όταν γύρισε ο Νίκος από το ψάρεμα. Το βήμα του ήταν κουρασμένο. Το βλέμμα του άδειο. Μπήκε στο δωμάτιο και κοίταξε την Ελίνα που στεκόταν όρθια δίπλα στο τραπέζι. Κάτι διαφορετικό υπήρχε πάνω της… Πρόσεξε το φουστάνι που φορούσε το κορίτσι. Το θυμήθηκε και η καρδιά του πόνεσε. Ήταν της Αγάπης. Της το είχε πάρει από το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας. Έσφιξε τα χείλια και ξανακοίταξε την Ελίνα. Το κορίτσι του χαμογελούσε με το πιο φωτεινό της χαμόγελο…
- Καλώς γύρισες πατέρα μου! την άκουσε να λέει και η φωνή της ήταν γάργαρη και δυνατή.
Τα δάχτυλά του λασκάρισαν και τα κοφίνια που κρατούσε κύλησαν στο πάτωμα. Τα πόδια του λύγισαν και γονάτισε. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό… Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του και οι ώμοι του τραντάζονταν από λυγμούς. Άνοιξε τα χέρια του και η Ελίνα τρέχοντας χώθηκε στην αγκαλιά του. Γελούσαν και έκλαιγαν μαζί. Επιτέλους, βρήκε ο ένας την καρδιά του άλλου… Μαζί πια θα περνούσαν το βαθύ πέλαγο του πόνου και της λύτρωσης.
Αν όχι τώρα, πότε;
Μαργαρίτα Μπραχουσάϊ
Το δεξί του πόδι κουνιόταν νευρικά καθώς η σελίδα μπροστά του είχε το ίδιο νούμερο εδώ και σαράντα λεπτά. Όσες φορές κι αν την είχε διαβάσει δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Το μυαλό γυρνούσε ξανά και ξανά στο βιβλίο που είχε ολοκληρώσει νωρίτερα εκείνη την ημέρα. Ήταν από εκείνα τα βιβλία που σε γεμίζουν με μια ορμητική επιθυμία να λάβεις δράση, να αλλάξεις τα πάντα στην ζωή σου, να πραγματοποιήσεις κάθε σου επιθυμία. Για κάποιο λόγο όμως ποτέ δεν το έκανε. Δικαιολογίες, δικαιολογίες, συνέχεια δικαιολογίες.. Και η ατελείωτη αναμονή να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Ένιωθε σαν να μην μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά, ένα βάρος μονίμως στο στήθος του. Ίσως έφταιγε που ήταν η περίοδος της εξεταστικής και η πίεση ώρες ώρες ήταν τέτοια που τον έκανε να θέλει να τα παρατήσει. Ή ίσως έφταιγε εκείνο το ενοχλητικό συναίσθημα ότι τίποτα δεν έχει νόημα, το οποίο τον κρατούσε ξύπνιο τα βράδια. Ό,τι κι αν ήταν του φαινόταν αδύνατο να το προσεγγίσει και γι’αυτό το έσπρωχνε στην πιο κρυφή γωνία του μυαλού του. Ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα πάψει να υφίσταται μέσα του.
«Ανοησίες!» μια θυμωμένη φωνή ακούστηκε από το βάθος της βιβλιοθήκης και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Κοίταξε προς την κατεύθυνση που ήρθε η φωνή, το ίδιο έκαναν απορημένοι και οι φοιτητές γύρω του. Κάποιος τσακωνόταν στο τηλέφωνο.
Αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να διαβάσει. Λίγα λεπτά στον ήλιο ήταν ό,τι έπρεπε για να τον κάνουν να νιώσει καλύτερα. Με το που βγήκε έξω ένα ρίγος τον διαπέρασε και αγανάκτησε με τον εαυτό του που δεν πήρε και το μπουφάν του μαζί. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του τζιν του και κοιτώντας πάντα κάτω άρχισε να βηματίζει αργά προς τα παγκάκια εκεί κοντά. Προσπάθησε να αγνοήσει το πόσο άβολα ήταν τα συγκεκριμένα για τον σωματότυπό του. Ήταν λες και ήταν φτιαγμένα για παιδιά. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του ψηλό. Είχε μάλλον μέτριο ανάστημα, μέτριο βάρος, μέτρια εμφάνιση. Ποιος ήταν όμως εκείνος για να κρίνει; Και ποιο ήταν πραγματικά το μέτρο; Ήταν απλώς ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι. Και όπως όλοι οι άλλοι είχε φόβους, πάθη, ανασφάλειες και όνειρα.
Αν μπορούσε μονάχα να παγώσει τον χρόνο.. Υποτίθεται πως αυτά θα ήταν τέσσερα από τα καλύτερα χρόνια της ζωής του. Υποτίθεται πως τώρα που είχε φύγει από εκείνο το καταραμένο σπίτι θα είχε την ευκαιρία να ακολουθήσει όλα εκείνα τα όνειρά του, να ζήσει όσα είχε στερηθεί. Χωρίς δύο βλοσυρά βλέμματα να παρακολουθούν κάθε του κίνηση. Αντίθετα όμως έβρισκε τον εαυτό του να σπαταλά όλο του τον ελεύθερο χρόνο σε ανούσια πράγματα μη βρίσκοντας ποτέ την όρεξη να ασχοληθεί σοβαρά με κάτι για πάνω από μια εβδομάδα. Καταφύγιο του κάθε μορφή στιγμιαίας απόλαυσης και οι ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις σχεδόν παραμελημένες. Δεν ήταν καλά ψυχολογικά και το ήξερε. Είχε φτάσει στο σημείο να μισεί τον εαυτό του για τον τρόπο που ζούσε, αλλά αυτό δεν φαινόταν να ήταν αρκετό για να τον κάνει να αλλάξει τις κακές του συνήθειες. Μία φορά είχε γράψει στο ημερολόγιο του ‘Αν είναι να ζω έτσι καλύτερα να μην ξυπνήσω αύριο ’. Είχε σοκαριστεί από το ίδιο του το μυαλό, από τις ίδιες του τις σκέψεις. Μπορούσε να νιώσει μέσα του το πάθος, την περιέργεια και την επιθυμία να ζήσει, να αποκτήσει εμπειρίες. Γιατί όμως δεν μπορούσε να αλλάξει, να γίνεις ένας άλλος; Αυτός που σε τελική ανάλυση ήθελε πραγματικά να είναι.
«Ίσως κάποια μέρα» ψιθύρισε στον εαυτό του και σηκώθηκε. Έπρεπε να συνεχίσει το διάβασμα.
~
Κάπως έτσι πέρασε άλλη μια εβδομάδα. Σπίτι, βιβλιοθήκη και πάλι σπίτι. Το τέλος ήταν μονάχα μια μέρα μακριά. Ένα ακόμα μάθημα και θα ήταν ελεύθερος. Και μετά το καινούργιο εξάμηνο. Μια ευκαιρία για μια νέα αρχή. Τα προηγούμενα δύο χρόνια πάντα τον ενθουσίαζε αυτή η περίοδος. Έκανε σχέδια, έφτιαχνε εβδομαδιαία προγράμματα όμως κατέληγε να απογοητεύεται όταν δεν τα ακολουθούσε ποτέ. Αθετούσε μια μια τις υποσχέσεις που έδινε στον εαυτό του και έτσι έχανε κάθε σπιθαμή εμπιστοσύνης που του είχε. Κάθε φορά ορκιζόταν ότι αυτή τη φορά θα ήταν διαφορετικά, και κάθε φορά κατέληγε να πέφτει στην ίδια παγίδα, στο ίδιο δίχτυ που με τόση λεπτομέρεια είχε κατασκευάσει το ίδιο του το μυαλό. Αναβλητικότητα. Λένε πως είναι ένας τρόπος επιβίωσης. Στο μυαλό μας δεν αρέσουν οι αλλαγές, τις θεωρεί πιθανούς κινδύνους οι οποίοι απειλούν να ανατρέψουν την γνώριμη και ‘ασφαλή’ ρουτίνα. Λένε όμως επίσης ότι όταν έχεις πιάσει πάτο ο μόνος δρόμος πια είναι προς τα πάνω. Είχε πιάσει πάτο και όπως ο Βαρώνος Μινχάουζεν έπρεπε κάποτε να τραβήξει τον εαυτό του από τα μαλλιά για να βγει από τον βάλτο. Το θέμα ήταν πως; Πως φτιάχνεις φως όταν στην διάθεση σου έχεις μόνο σκοτάδι; Πως μπορούσε να αντισταθεί;
Έστρεψε το βλέμμα του προς τον ήλιο. Μέχρι κι εκείνος κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα, κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ψυχρή. Για άλλη μια φορά είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του οπότε έπρεπε να συντομεύσει το διάλειμμα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στο κτίριο. Δύναμη πλέον δεν διέθετε οπότε τον οδηγούσε το πείσμα του. Διάβασε για λίγες ώρες ακόμα, έπειτα γύρισε σπίτι. Έφαγε βραδινό, έβαλε λίγη μουσική να παίζει χαμηλόφωνα για να μπορέσει να χαλαρώσει και γύρω στις δέκα και μισή ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
Δίχως μουσική και άλλους αντιπερισπασμούς μπορούσε τώρα να ακούσει τις σκέψεις του. Προσπάθησε να τις κατευθύνει κάπου ευχάριστα. Τελευταίο μάθημα αύριο, είχε καταφέρει να επιβιώσει άλλο ένα εξάμηνο. Δεν τα είχε πάει τόσο χάλια στην εξεταστική και ήταν περήφανος με τον εαυτό του γι’αυτό. Αν και δεν θα έπρεπε. Ένιωθε πως δεν είχε δώσει το 100% του, δεν είχε προσπαθήσει αρκετά. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα του ήταν πως δεν μπορούσε να εκφράσει φωναχτά αυτές του τις σκέψεις. Δεν θα τον καταλάβαιναν ή ακόμα χειρότερα δεν θα τον πίστευαν. Θα στεκόντουσαν σε αυτό που έβλεπαν εξωτερικά. Μάλλον καλύτερα σε αυτό που ο ίδιος τους άφηνε να δουν. Ένας φαύλος κύκλος. Κι όλα αυτά στον βωμό του εγωισμού, στον φόβο της κριτικής, στην ελπίδα πως κάποιος θα έβλεπε πίσω από το «Καλά» και θα ξαναρωτούσε «Αλήθεια τώρα, πως είσαι;». Και τότε θα αποκτούσε ξανά φωνή, τότε θα τα έλεγε όλα. Πόσο δύσκολο ήταν να βρει έναν καλό ακροατή; Κάποιον πρόθυμο να ακούσει τον πόνο που έχεις μέσα σου χωρίς να τον μειώσει, χωρίς να τον συγκρίνει με τον δικό του πόνο γυρίζοντας έτσι την κουβέντα στον ίδιο. Κυρίως του είχε λείψει να κάνει μια μεγάλη, βαθιά συζήτηση όπου θέμα δεν είναι οι ζωές και οι επιλογές των άλλων. Μία αληθινή συζήτηση. Κάπως έτσι, με αυτές τις σκέψεις να επαναλαμβάνονται στο κεφάλι του, τον πήρε ο ύπνος. Πάνω σε ένα νωπό μαξιλάρι..
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Το λάτρευε όταν συνέβαινε αυτό επειδή το σώμα του είχε συνηθίσει και ένιωθε ότι ξεκινούσε την μέρα του παραγωγικά. Έφαγε ένα καλό πρωινό και αφού ετοιμάστηκε βγήκε στην στάση του λεωφορείου. Είχε ένα καλό προαίσθημα. Είχε έρθει επιτέλους η μέρα που περίμενε εδώ και ένα μήνα, έναν βασανιστικό μήνα. Χάρηκε όταν είδε πως και η παρέα του είχε καλή διάθεση. Ευτυχώς το τελευταίο μάθημα ήταν αρκετά εύκολο. Έτσι όταν ήρθαν τα θέματα δεν δυσκολεύτηκε να τα απαντήσει.
«Παιδιά όποιος υπογράφει να δείχνει και το πάσο του». Η φωνή του επιτηρητή ακούστηκε σπάζοντας την σιωπή που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα.
Λίγη ώρα αργότερα σηκώθηκε να παραδώσει το γραπτό του. Έψαξε στις τσέπες του μπουφάν του για το πάσο του. Ήταν στην δεξιά τσέπη. Στην αριστερή του όμως τσέπη ένιωσε ένα διπλωμένο χαρτάκι. Δεν θυμόταν να το έβαλε εκεί. Αποφάσισε να το ελέγξει αργότερα, μην το δει κανένας και το περάσει για κάνα σκονάκι. Αυτό του έλειπε τώρα. Οι φίλοι του ακόμα έγραφαν οπότε πήγε σε μια γωνιά που δεν υπήρχαν φοιτητές και γεμάτος απορία έβγαλε το χαρτάκι από την τσέπη του. Ήταν ένα στιχάκι.
‘’You deserve the consequences of every action you take. You just have to take the right ones.. Να θυμάσαι πως είσαι πάντα μια απόφαση μακριά από το να αλλάξεις την ζωή σου. Κι αν πονάς θα πρέπει πρώτα να αφήσεις κάτω το μαστίγιο..’’
Αυτό πόνεσε λίγο. Και ξαφνικά το άκουσε. Κάτι έκανε κλικ μέσα του. Έστειλε ένα γρήγορο μήνυμα στους φίλους του ότι έφυγε και με βιαστικά βήματα βγήκε έξω από το κτίριο. Χρειαζόταν λίγο χώρο να σκεφτεί, μόνος του. Μέσα στην σύγχυση του δεν πρόσεξε ότι ένα ζευγάρι μάτια παρακολουθούσαν τις κινήσεις του από την ώρα που βγήκε από την αίθουσα και τώρα κάπως ανήσυχα προσπαθούσαν να μην τον χάσουν από το οπτικό τους πεδίο.
Έκατσε σε ένα παγκάκι μακριά από την βαβούρα. Ξαναδιάβασε το χαρτάκι πάνω από τέσσερις φορές. Δεν υπήρχε τίποτα σε αυτές τις τρεις προτάσεις που να μην το είχε σκεφτεί και ο ίδιος. Το να σου το χτυπάει όμως κάποιος, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, ήταν διαφορετικό. Ναι, εκείνος ήταν ο μόνος που έφταιγε για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, το μισούσε αλλά ήταν η αλήθεια. Και το να αυτό-μαστιγόνεται όπως έκανε μέχρι τώρα δεν θα τον οδηγούσε πουθενά. Το θέμα ήταν από εδώ και πέρα τι είχε σκοπό να κάνει. Τι ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει για τον στόχο του, για την ζωή που λαχταρούσε να ζήσει; Έπρεπε να αλλάξει. Αν όχι τώρα, πότε;
Ένας απαλός βήχας τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Αμέσως δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στην τσέπη του. Γύρισε να αντικρίσει το άτομο που καθόταν δίπλα του. Πόση ώρα ήταν εκεί;
«Ποτέ δεν περίμενα ότι θα το έβλεπα να συμβαίνει και στην πραγματικότητα»
«Ποιο;» ρώτησε με το μυαλό του ακόμα κάπως μουδιασμένο.
«Να είσαι βυθισμένος τόσο πολύ μέσα στις σκέψεις σου που να μην παίρνεις χαμπάρι ότι κάποιος έκατσε δίπλα σου»
«Συγνώμη, κάτι σκεφτόμουν.» μουρμούρησε σιγανά και κοίταξε τα παπούτσια του.
«Όλα καλά;» ρώτησε το άτομο δίπλα του με ενδιαφέρον.
«Όχι και τόσο, αλλά θα τα φτιάξω..» απάντησε ειλικρινά. «Σπουδάζουμε μαζί έτσι; Δεν έχει τύχει ποτέ να μιλήσουμε» παρατήρησε. Γενικά δυσκολευόταν να πιάσει την κουβέντα σε κάποιον άγνωστο, ακόμα κι αν ήθελε να τον γνωρίσει.
«Ποτέ δεν είναι αργά. Χαίρομαι που σε γνωρίζω και επισήμως». Χαμογέλασε.
«Και εγώ χαίρομαι. Έγραψες καλά;» ρώτησε αναφερόμενος στο σημερινό μάθημα.
«Θέλω να πιστεύω πως ναι. Εσύ;»
«Μια από τα ίδια. Θα δείξει.» σιωπή, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που δεν ένιωθε άβολα. Κάτι στο άτομο αυτό του ενέπνεε μια ηρεμία.
«Έχεις όρεξη για λίγο περπάτημα;». Η ερώτηση τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι του χαμογελώντας.
«Και για πολύ αν θες!». Σηκώθηκαν και πήραν τον δρόμο για έναν άγνωστο προορισμό, τουλάχιστον προς το παρόν άγνωστο.
«Και για πες, ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;». Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και αμέσως ξέσπασαν σε ένα δυνατό γέλιο.
Κάτι μέσα του τού έλεγε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά...
Μιαν ενθύμησιν
Κολλιοπούλου Μαριάννα
Ο κύριος Πέτρος είναι ένας συνταξιούχος, ετών 70, που ζει μόνος του σε ένα χωριό έξω από τα Γιάννενα. Μένει σε ένα ξύλινο σπίτι κοντά στο βουνό. Μισεί τη φασαρία και τον ενοχλούν οι άνθρωποι. Το πρωί ξυπνάει τα ξημερώματα και πηγαίνει τα ταΐσει τα είκοσι λατρεμένα του κατσίκια, τη συντροφιά του.
Μια μέρα αποφάσισε να κατέβει στο χωριό για να αγοράσει καινούρια κουδούνια για τα κατσίκια του. Άνοιξε λοιπόν την ντουλάπα να βρει κάτι αξιόλογο να φορέσει, μιας και θα κατέβαινε στο χωριό μετά από καιρό. Ανοίγει την ντουλάπα του από ξύλο μασίφ και στην άκρη βρίσκει το καφετί σακάκι του, αυτό που αγαπούσε να φορά, αλλά που του θυμίζει τόσα πράγματα. Ευχάριστα και δυσάρεστα. Πλέον όμως όλα, ακόμα και τα ευχάριστα έχουν γίνει δυσάρεστα και αβάστακτα. Ενώ δοκιμάζει το σακάκι κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη και αναπολώντας την παλιά νιότη, ξάφνου νιώθει την αίσθηση ενός αντικειμένου μαλακού μέσα στη δεξιά καρό τσέπη του. Το ψαχουλεύει αρκετά και τελικά το βγάζει έξω για να δει καλύτερα. Ήταν μία χαρτοπετσέτα τσαλακωμένη, τόσο πολύ σαν ένας μεγάλος σβώλος. Ετοιμαζόταν να την πετάξει, όταν πρόσεξε μερικά δείγματα μπλε στυλό πάνω της. Σαν να σχηματίζουν κάτι χαρακτήρες. Του κίνησε την περιέργεια να το ανοίξει. Ξεδιπλώνοντας αργά-αργά τη χαρτοπετσέτα, ένιωσε τα μάτια του να καίνε, τα θολώνουν και σταδιακά να βουρκώνουν, ρέοντας ήσυχα και αθόρυβα τα δάκρυα, σαν ένα ποτάμι που κυλάει με προορισμό τη θάλασσα. Έστεκε εκεί, ασάλευτος και κοιτούσε τη χαρτοπετσέτα η οποία είχε αρχίσει να μουσκεύει και να ζαρώνει ακόμα περισσότερο.
Οι σκέψεις άρχισαν να χορεύουν μέσα στο κεφάλι του, οι εικόνες να ζωντανεύουν ζωηρές και γλαφυρές, οι αισθήσεις να ξαναθυμούνται παλιά σκηνικά. Ξεπετάχτηκαν από το κεφάλι του ολόκληρες σκηνές. Θυμήθηκε τότε που η αγαπημένη του Τζεσίλντα γυρνούσε από την αγορά και εκείνος καθόταν κοντά στο τζάκι και χάζευε τα νέα της σαββατιάτικης εφημερίδας. Θυμήθηκε τότε που εκείνη μαγείρευε και εκείνος την παρατηρούσε, ενώ εκείνος τη βοηθούσε με το κόψιμο των λαχανικών. Της έριχνε κλεφτές ματιές και μετά από λίγο θυμήθηκε στιγμές όπου εκείνος γκρίνιαζε για τον καιρό ή την οικονομική κρίση της χώρας. Άραγε τι σημασία έχουν όλα αυτά τώρα; Τι απέγινε η έγνοια του για την οικονομική κρίση, η γκρίνια, τα λαχανικά, η εφημερίδα, τα νέα, το τζάκι; Τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο; Τι άλλαξε μέσα μου; Πολλά, αλλά και τίποτα. Έχουν περάσει πέντε χρόνια και όμως είναι σαν να κυλάει τόσο αργά αλλά και τόσο γρήγορα ο χρόνος. Αβάσταχτα αργά, αλλά και αδυσώπητα γρήγορα. Σκέψεις, μνήμες, ενθυμήσεις… Όλα έγιναν κουβάρι μέσα στο μυαλό του. Ένιωθε το στομάχι του να ανακατεύεται, το στόμα του στεγνό και τα μελίγγια του να τον σφίγγουν με μανία, σαν να απειλούν να τον σκοτώσουν, συνθλίβοντας το είναι του. Ένιωσε την ανάσα του κομμένη και τα πόδια του σαν να μην τον βαστούν. Με ένα παραπάτημα βρέθηκε να ακουμπά τη σκάλα, στηρίζοντας το γέρικο σώμα του και ασθμαίνοντας. Πέρασε όλη η ζωή από μπροστά του, σαν ταινία. Άραγε τι σημασία έχουν όλα αυτά τώρα; Αναμετριόταν με τον εαυτό του.
Έτσι φανταζόταν τον εαυτό του ότι θα είναι; Αυτά είχε ονειρευτεί για εκείνον; Πίστευε ότι με τη Τζεσίλντα τα είχε κάνει όλα σωστά. Τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα της ζωής του ήταν ευτυχισμένος. Βαριά λέξη, αλλά έτσι ένιωθε τότε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του εκείνο το μεσημέρι της Κυριακής. Πού να ήξερε ότι θα έρχονταν τότε έτσι τα πράγματα; Φυσικά. Αφού το μέλλον δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς. Όσο και αν προσπαθούμε, όσο και αν πασχίζουμε εμείς οι άνθρωποι να ελέγξουμε το μέλλον, να ελέγξουμε τη ζωή, τους άλλους, τις καταστάσεις, τον ίδιο μας τον εαυτό. Ούτε καν τις σκέψεις μας και τη συμπεριφορά μας δεν μπορούμε. Ούτε πιότερο το σώμα μας κάποιες φορές.
Ποτέ δεν είχε αναρωτηθεί περισσότερο για όλα αυτά, όπως αυτή τη στιγμή. Που το μυαλό κάνει υποθετικά σενάρια για το πώς θα μπορούσαν να καταλήξουν τα πράγματα. Η ίδια φράση να παίζει στο μυαλό του ξανά και ξανά, σαν ταινία: Τι σημασία έχουν τώρα όλα αυτά; Το χέρι του βάρυνε χτυπώντας με γδούπο στο πάτωμα και η χαρτοπετσέτα ξεγλίστρησε από τα δάχτυλά του, ενώ στροβιλιζόταν καθώς έφτανε στο ξύλινο πάτωμα.
«ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ, ΔΑΝΕΙΖΟΜΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΟΥ».
«Οικογενειακή» υπόθεση
Ζωή- Μαρία Παπαδοπούλου
Παρασκευή πρωί. Η Ελπίδα αγουροξυπνημένη ετοιμάζεται για τη δουλειά. Φοράει τα πρώτα ρούχα που βρίσκει μπροστά της, ένα κόκκινο πουλόβερ και ένα μαύρο κολλητό jean. Αρπάζει το κινητό, τη καφέ τσάντα, τα κλειδιά και βγαίνει στον δρόμο. Κοιτάει το ρολόι της.
- Ουφ! Πάλι άργησα.
Ανοίγει τη πόρτα του αμαξιού βιαστικά, κάνει το σταυρό της, βάζει μπρος και φεύγει.
Μπαίνοντας στην εταιρεία χαιρετάει με φανερή αμηχανία τη γραμματεία λόγω της καθυστέρησης της και κατευθύνεται προς το γραφείο της. Ανοίγει τη τσάντα, βγάζει τους φακέλους, τους τοποθετεί στο γραφείο και ελέγχει μη τυχόν και άφησε κάτι μέσα. Αρχίζει να διαβάζει τους χθεσινούς υπολογισμούς της γρήγορα. Αποσυγκεντρώνεται και ξανά από την αρχή. Σηκώνεται για να πάει τουαλέτα και να βάλει καφέ. Βγαίνοντας από την τουαλέτα βάζει καφέ από τον μπουφέ, πίνει μια γουλιά και επιστρέφει στο γραφείο. «Τώρα θα συγκεντρωθώ, δεν έχω χρόνο, το meeting είναι σήμερα». Πίνει άλλη μια γουλιά και ξανά με τα μούτρα στους φακέλους. Αρχίζει να ζεσταίνεται, ανοίγει το παράθυρο, σε πέντε λεπτά κρυώνει, το ξανακλείνει. Τελικά καταφέρνει να υπολογίσει τις πιθανές απώλειες του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Νιώθει μια ανακούφιση. Επαληθεύει την τιμή, χαλαρώνει για λίγο ,πίνει τον υπόλοιπο καφέ ο οποίος έχει κρυώσει και ξαναπηγαίνει τουαλέτα. Ανοίγει το κινητό χαζεύει τα νέα. Περνάνε 10 λεπτά. «Ωχ! Η έκθεση». Με ένα σφίξιμο στο στήθος και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, ανοίγει τον υπολογιστή και αρχίζει να διορθώνει.
Γιάννης: Και εδώ προτείνω πράσινη απόχρωση. Προκαλεί ωραίους συνειρμούς όπως τοπίο φύσης, ζώα, είμαι σίγουρος ότι θα το λατρέψουν.
Την ίδια στιγμή στο κεφάλι της Ελπίδας: «Να ξεκινήσω από τον περσινό απολογισμό, από τα δεδομένα της δημοσκοπικής, το plan B. Τι άβολο jean με κόβει. Πονάει η κοιλιά μου πολύ έντονα, με τέτοια καθυστέρηση μόνο μη μου έρθει τώρα. Μα καλά για χαζούς μας περνάει η κυβέρνηση και ανακοινώνει αύξηση του κατώτατου οριακά χαμηλότερη από το ύψος του πληθωρισμού; ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ!» Ανοιγοκλείνει τα μάτια και ξεροκαταπίνει.
Διευθυντής: «Ελπίδα, φέρε λίγο τις μετρήσεις…. Τι έπαθες καλέ και αγχώθηκες, τις μετρήσεις για το κόστος των χρωμάτων να συγκρίνουμε με τα δεδομένα του Γιάννη.»
«Ναι αμέσως» και του δίνει ένα φύλλο.
Έφθασε άλλο ένα 8ωρο, 9ωρο, 12ωρο δεν έχει σημασία για την Ελπίδα στο τέλος του. Η Ελπίδα εμφανώς κουρασμένη παράλληλα με ένα αίσθημα ανακούφισης μπαίνει στο αμάξι και βάζει το κλειδί στη μίζα. Καθώς κινείται στο δρόμο σταματάει σε ένα ζαχαροπλαστείο. Στέκεται στην ουρά πίσω από ένα νεαρό ζευγάρι. Στο κεφάλι της Ελπίδας: «Τι κοντό φόρεμα φοράει αυτή. Όλα θα μας τα δείξει σε λίγο… Άντε βρε κοπελιά κάνε πιο γρήγορα εδώ θα κοιμηθούμε απόψε».
Πωλήτρια: Καλησπέρα σας! Τι θα θέλατε παρακαλώ;
Ελπίδα: Γαμπρό με λεφτά αλλά θα αρκεστώ σε μισό κιλό μελομακάρονα.
Πωλήτρια (γελώντας): Τι να κάνεις; Υγεία να υπάρχει και όλα βρίσκονται. Είστε 8 ευρώ και 85 λεπτά παρακαλώ.
Η Ελπίδα πληρώνει, παίρνει τη σακούλα και επιστρέφει στο αμάξι. Αφήνει τους κουραμπιέδες από την πίσω πόρτα στο πίσω κάθισμα. Σιγουρεύεται ότι είναι ακριβώς στο κέντρο και λίγο προς τα πίσω του ενός καθίσματος και ότι πατάει καλά το κουτί στο κάθισμα για να μην πέσουν τα γλυκά. Κλείνει τι πίσω πόρτα αργά και μπαίνει στο κάθισμα του οδηγού. Πετάει το παλτό στη θέση του συνοδηγού και ξεκινάει.
Φθάνοντας στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πλύνει τα χέρια της. Καθώς κινείται προς την κουζίνα ξαναγυρνάει για να πάει τουαλέτα και να πλύνει τα χέρια της. Έπειτα, πηγαίνει στη κουζίνα , σερβίρει το βραδινό της στο πιάτο και στρώνει το τραπέζι. Κάθεται για να φάει ,πιάνει το κινητό της να δει ένα μήνυμα. Σηκώνεται πάει πλένει τα χέρια της και επιστρέφει. Κάνει το σταυρό της και αρχίζει να τρώει. Αφού ολοκληρώσει το γεύμα της παρατάει τα πιάτα στο νεροχύτη, βουρτσίζεται, βάζει πυτζάμες, βάζει αντισηπτικό στα χέρια της και πέφτει στο κρεβάτι.
Ξημερώνει. Η Ελπίδα ανοίγει τα μάτια της. «Ευτυχώς Σάββατο σήμερα μπορώ να χουζουρέψω λίγο ακόμη», σκέφτεται. Χτυπάει το κινητό της οπότε αναγκαστικά σηκώνεται γρήγορα και τρέχει να το σηκώσει.
Ελπίδα: Παρακαλώ;
Αγγελική: Γεια σου Ελπίδα .Θα πάμε με τα παιδιά στου Μάκη για καφέ σε μισή ώρα, ψήνεσαι;
Ελπίδα: Ποιοι θα είναι;
Αγγελική: η Μαρία, ο Γιώργος και ίσως η Άννα.
Ελπίδα: Πάλι αυτή η βαρετή μαζί μας θα είναι; Δε μπορώ κάθε φορά με εκνευρίζει. Όλο είναι αφηρημένη , δε λέει τίποτα ουσιαστικό. Θα βάλει άραγε κάνα ρούχο της προκοπής κάποτε; Όλο φόρμες και απομιμήσεις η γκαρνταρόμπα της.
Αγγελική (γελώντας): Ε τι να κάνουμε τους ξέρεις τους άλλους όλο τη κουβαλάνε. Άντε θα έρθεις;
Ελπίδα: Ντύνομαι και έφθασα.
Κλείνει το τηλέφωνο και ξεκινάει να ετοιμάζεται. Καθώς ντύνεται ξαναχτυπάει το τηλέφωνο ,το σηκώνει και είναι η Μητέρα της.
- Έλα κορίτσι μου τι κάνεις;
- Μια χαρά. Τι έγινε;
- Τίποτα πήρα απλά να δω τι κάνεις
- Να εδώ ετοιμάζομαι να βγω με τα παιδιά.
- Ποια παιδιά; Αγόρια, κορίτσια, τα ξέρω;
- Από τη σχολή τα ξέρω, μέχρι πρότινος ήμασταν συμφοιτητές.
- Δε πιστεύω να είστε πάλι 10 αγόρια και 3 κορίτσια;
- Όχου πάλι άρχισες τις υπερβολές, θα κλείσω.
- Καλά βρε παιδάκι μου τι φωνάζεις; Κάνε παιδιά να δεις καλό σου λέει μετά. Θα με πεθάνεις πριν την ώρα μου με τα καμώματα σου.
- Ήθελες κάτι άλλο;
- Το ροζουλί το τσαντάκι σου, έψαξες στην αποθήκη, το βρήκες; Να το δώσουμε στη Καίτη να χαρούνε τα παιδιά πάει μεγάλωσες εσύ χρόνια έχεις να το φορέσεις.
- Ωχ! Το ξέχασα, θα το ψάξω το βράδυ.
- Αμάν βρε παιδάκι μου, για τίποτα δεν είσαι πια. Ξεχασιάρα και ανοικοκύρευτη ,αν είχες τακτοποιήσει το Νοέμβρη θα το είχαμε τώρα...
- Μα δεν ήξερα ότι το χρειαζόμαστε.
- Τι θα πει δεν ήξερες! Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Αλλά ούτε από μαγείρεμα δε σκαμπάζεις εσύ να δούμε ποιος άντρας θα σε πάρει.
- ΑΡΚΕΤΑ! θα το ψάξω το βράδυ. Φιλάκια μανούλα θα τα πούμε.
Κλείνει το τηλέφωνο. Ετοιμάζεται αυτή, ετοιμάζει και τα πράγματα της και πάει στη καφετέρια.
Γιώργος: Επ! Καλώς την κι ας άργησε τι γίνεται;
Ελπίδα: Καλά μωρέ. Με καθυστέρησε λίγο η μάνα μου.
Αγγελική: Είδες τη νέα σειρά που κυκλοφόρησε;
Ελπίδα: Την έκοψα τη συνδρομή. Στοίχιζε αρκετά
Αγγελική: Δεν εννοώ αυτό καλέ ,τη νέα σειρά ρούχων της Τζένης.
Ελπίδα: Ναι λίγο ..Εντάξει καλή φαίνεται
Αγγελική: Το κόκκινο φόρεμα είναι πολύ ωραίο αλλά εμείς η φτωχάτζες που να το αγοράσουμε. Γιώργο θα μου πάρεις δώρο;
Γιώργος: Να βρεις άντρα μωρή να στα πάρει. Ω ένας σου ξινίζει ο άλλος σου βρωμάει, τον άλλον τον κερατώνεις.
Η Αγγελική σουφρώνει τα μούτρα της.
Γιώργος: Έλα βρε σε πειράζω αφού ξέρεις πόσο σε αγαπάω.
Άννα: Εσύ την πειράζεις αλλά πολλοί σκέπτονται έτσι.
Ελπίδα: Άντε ηρεμήστε. Άννα μην αρχίζεις κι εσύ τώρα να παραγγείλουμε καμιά φορά δεν έχω και πολύ χρόνο, έχω δουλειά σπίτι.
Και κάπως έτσι αρχίζει μια όμορφη έξοδος της παρέας. Παραγγέλνουν τα καφεδάκια τους, ανταλλάσουν τα νέα και τις απόψεις τους και προφανώς δεν λείπει κανένα κουτσομπολιό από την ημερήσια διάταξη της συζήτησης. Η ώρα κυλάει ευχάριστα και «περιπετειώδη» και κάπως έτσι φθάνει η στιγμή που η πρωταγωνίστρια μας πρέπει να επιστρέψει σπίτι.
Ελπίδα: Μα καλά! 4,5 ευρώ τον πήγε τον καφέ αυτός. Δε μας στα λέει καθόλου καλά, άλλοι άνθρωποι δουλεύουν μια ώρα για αυτά τα λεφτά. Ευτυχώς εμάς μας ευλόγησε ο θεός και έχουμε μια σταθερή δουλειά. Αφήνει τα χρήματα στο τραπέζι. «Καλή συνέχεια παιδιά, πρέπει να γυρίσω σπίτι. Η μάνα μου πάλι δουλειές μου έβγαλε».
«Γεια σου Ελπίδα. Στο καλό τα λέμε. Φιλάκια στη μανουλίτσα σου!»
Η Ελπίδα επιστέφει στο σπίτι. Πλένει τα χέρια της και κατευθύνετε προς την αποθήκη για να την τακτοποιήσει και να βρει το παλιό τσαντάκι της. Έπειτα από δυο ώρες αρκετού ιδρώτα, πονοκεφάλου και μερικών φτερνισμάτων καταφέρνει να το βρει!
«Επιτέλους σε βρήκα!» Το αρπάζει, το ξεσκονίζει λίγο με ένα κομμάτι χαρτί και βγαίνει από την αποθήκη. Ανοίγει όλα τα φερμουάρ του για να δει τι έχει μέσα και καθώς ψαχουλεύει τις εσωτερικές θήκες του βρίσκει διπλωμένο ένα χαρτάκι. Το πιάνει, το τινάζει λίγο, το ανοίγει και ξεκινάει να το διαβάζει.
5 Φεβρουαρίου 2012
Αγαπημένη μου μεγάλη Ελπίδα,
Στεναχωρήθηκα πολύ σήμερα. Έριξα το γάλα μου στο πάτωμα και η μαμά πάλι με φώναξε. Μου λέει ότι δε κάνω για τίποτα. Είμαι και πολύ αγχωμένη για το αυριανό διαγώνισμα. Στο τεστ δεν είχα γράψει καλά. Βαριέμαι να διαβάζω πάλι. Βγάλανε ψεύτικες φήμες ότι μου αρέσει ο Χάρης για να με κοροϊδέψουν. Αυτή η Ζέτα που όλο μου κλέβει τα μολύβια τα έβγαλε σίγουρα. Επίσης η μαμά μου πάλι δανείστηκε μια χάλια μαύρη φόρμα και δεν αγόρασα την ωραία που ήθελα. Πως θα πηγαίνω σχολείο έτσι. Σου γράφω για να δηλώσω από τώρα ότι θα γίνεις καλό παιδί. Δε θα κοροϊδεύεις τους άλλους και θα παίζεις με όλους. Θα είσαι δυναμική και θα έχεις πολλά χρήματα για αποδείξεις σε όλους πόσο καλύτερη είσαι και αυτοί σε κοροϊδεύουν. Δε γίνετε κάτι ξεχωριστό θα έχεις και δε σε συμπαθούνε τα χαζά εδώ. Ίσως γίνεις και μεγάλη ηθοποιός ή τραγουδίστρια ποιος ξέρει και ας κοροϊδεύουν τη φωνή σου. Άντε σε φιλώ πάω να συγκεντρωθώ στο διάβασμα.
Φιλάκια,
Εσύ.
Διαβάζοντας το γράμμα θυμήθηκε το συναίσθημα της στιγμής που το έγραφε. Θυμήθηκε όλες τις εικόνες, τις εμπειρίες και τα συναισθήματα που μεγαλώνοντας άφησε πίσω. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της. Χάθηκε για λίγο στις σκέψεις της και έπειτα ταρακούνησε το κεφάλι της και ψιθύρισε.
«Τελικά έχω γίνει. Ό,τι μισούσα».
Μετρώντας
Χριστίνα Ρήγα
Δεν συνηθίζω να μιλάω για μένα. Πάντα είχα την βαθιά παγιωμένη πεποίθηση ότι το α΄ενικό είναι μυστήριο κι υποφώσκει ασάφειες, μιας κι οι άνθρωποι, αν και τεχνίτες και λαξευτές του λόγου και της ρητορείας γενικότερα, ιδιαίτερα σπάνια έχουν επίγνωση του αληθινού εαυτού τους, ώστε να αντιληφθούν ότι το βάθος της ιστορίας τους, και μόνο από το πρόσφατο της ζωής τους, δεν αξίζει να κρύβεται πίσω από τετριμμένα λεκτικά νοήματα. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, μπορεί να είμαι κι εγώ αιθεροβάμων, μιας και δεν έχω γνώσεις κάποιου που ξέρει καλή φιλοσοφία, ούτε επαγγέλλομαι έναν ψυχολόγο. Και παρότι σε πρώτο ενικό (κάπως χαριτωμένο για τη σοβαρότητα του ύφους μου), θέλω να καταστήσω σαφές πως δεν έχω ως στόχο να επιβάλλω την γνώμη μου, πόσο μάλλον να σας πείσω για την ορθότητα της. Θεωρώ όμως, μιας κι επιβεβαιώνομαι συχνά, πως η ζωή διαφαίνεται και από μια άλλη οπτική, συνήθως αθέατη, που υφαίνεται μέσα από τις συγκρούσεις και την αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους ανθρώπους, πέρα από εμάς και κατ’ επέκταση πέρα από τον εαυτό που ξέρουμε. Είναι δηλαδή αυτή, χάριν της οποίας εισπράττουμε σοφία, γιατί καθρεφτίζει μέσα μας κάτι από εμάς, σε έκδοση, διάσταση και χωροχρόνο που δεν μας ανήκει, αλλά το βλέπουμε ή το ακούμε στους άλλους. Και μπορεί η πραγματικότητα, ως είθισται να μη λέμε, ξεπερνά κάθε φαντασία, οφείλουμε και να παραδεχτούμε πώς όλοι μας έχουμε φανταστεί να ζούσαμε κάτι απ’ την πραγματικότητα άλλων, που άλλοτε ποθούμε με πάθος να είχαμε, κι άλλοτε την ξορκίζουμε σα δαίμονα και την απευχόμαστε, γιατί η πρώτη πράγματι ξεπερνά τη δεύτερη.
Αν κι ευσυγκίνητη από τη ζωή και κυρίως από τα γεγονότα και τα σημεία της που δεν έχω νιώσει, πιστεύω πως υπάρχουν ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν, να διαβαστούν και να ειδωθούν, τόσο από την πλευρά του πρωταγωνιστή, όσο κι από τη σκοπιά του εαυτού μας, που σέβεται τη δική του αυθεντική ιστορία κι έχει την ανάγκη να ταυτιστεί και να συνδεθεί με το άγνωστο. Ανάμεσα σε αυτές λοιπόν, που δεν αριθμείται, γιατί οι ιστορίες ανά την ανθρωπότητα είναι αμύθητες κι αναρίθμητες, αλλά στέκεται, είναι ένα απόσπασμα από την ιδιαίτερη ζωή του Τζίμη, μιας μορφής, που αν και καθημερινής, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, κατορθώνει να εντυπωσιάζει με την αινιγματική προσωπικότητά του κι έχει φτιαχτεί για να μας πείσει για όσα από τα παρακάτω είναι ικανά να μας προβληματίσουν.
Για τον Τζίμη, έναν άνθρωπο σπάνιο και δυναμικό, η ιδέα του μέτρου έχει τη σημασία που αυτός θέλει να της δίνει. Μέσω της ιστορίας του, είναι σαφές ότι η ιδέα αυτή έχει κατεξοχήν ρόλο στη ζωή του, και καταδεικνύει ότι υπάρχουν σημεία που ο ίδιος έχει αβίαστα την τάση να τα βλέπει από ένα διαφορετικό πρίσμα, απ’ ότι ένας νους, που υπακούει στη νόρμα της κοινής λογικής, γιατί απλά έτσι του αρέσει. Αριθμεί σαράντα δύο έτη ζωής, με ή χωρίς τα Σαββατοκύριακα, σαράντα δύο έτη εργασίας, γιατί για τον ίδιο ήταν κουραστικός και κοπιώδης ακόμη κι ο αποχωρισμός του από τη θηλυκή μήτρα, όπως και σαράντα δύο έτη φαγητού κι αναπνοής, γιατί θεωρεί πώς κι εκεί δίνεις αγώνα, χάριν επιβίωσης. Και πάει λέγοντας, βάλτε με το νου σας. Πέρα από την υπαρξιακή του υπόσταση, ως ανθρώπινη μορφή, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μέτρηση του έχει ύψος 1. 69, αριθμός απογοητευτικός, σύμφωνα με την ιδέα που έχει για τον εαυτό του και πως θα ήθελε, αν μπορούσε να διατάξει τη μητέρα φύση και σωματότυπο φυσιολογικό, όπως ο μέσος άντρας της ηλικίας του. Όσο για το σωματικό του βάρος, είναι λυπηρό που δεν τηρείται η αναλογία ύψους-μάζας, όπως αρμόζει σε κάθε άνθρωπο που σέβεται κατά το δοκούν την υγεία του, και παρότι άντρας με κοιλίτσα, η ομοιόμορφη σύνθεση της πεταχτής κοιλιάς του δεν αποτελεί άλλωθι για την περίπτωσή του. Βέβαια, οι στιλιστικές του επιλογές, ιδίως στα παντελόνια, αποδεικνύουν πως έχει απορριφθεί στο μυαλό του στα σίγουρα η ιδέα πως τα κιλά του αποτελούν πρόβλημα, κι έτσι έχει συνηθίσει να ζει, ακολουθώντας τους δικούς του κανόνες περί ευεξίας, καλής ζωής και τα συναφή. Μπορεί να τρώει δηλαδή, χωρίς να έχει θερμιδικές τύψεις, αρκεί να λιώνει μετά στη γυμναστική. Κάτι σαν μια αστεία «αυτοκτονία». Σε συνέχεια του προφίλ του, με χιούμορ όσο γίνεται, είναι τύπος που ταλαιπωρείται από μυωπία, η οποία μετριέται σε βαθμούς υψηλούς, όμως, καθόλου παράξενο, ο Τζίμης έχει καταφέρει να προσαρμόσει κι αυτό το πρόβλημα στα μέτρα του. Φοράει μεγάλα γυαλιά, με εργαστηριακή ακρίβεια στους πόντους του φακού, και με σεβασμό προς το πρόβλημα του, προκαλεί ακόμη περισσότερο τον εαυτό του, κάνοντας συχνά περιστροφή γύρω από την κορμοστασιά του, για να μετρήσει πόσο απέχει ο καβάλος του παντελονιού του από τη μέση. Αυτή η συνήθεια είναι αστεία από μόνη της και μόνο από το γεγονός ότι επιλέγει ακατάλληλα νούμερα στα ρούχα του, επειδή για τον ίδιο το στυλ, το brand κι η ποιότητα μετράνε περισσότερο, απ’ ότι ένα σακουλιασμένο, φθηνό τζιν από «σπασμένα» ντεκαντανς κομμάτια σε πάγκους της λαϊκής αγοράς.
Εξερευνώντας κανείς το εγκεφαλικό σύμπαν του Τζίμη, είναι σίγουρο πως θα συναντήσει πολλά παράδοξα κόντρα στη νόρμα της κοινής λογικής. Αυτό συμβαίνει, γιατί για τον ήρωά μας, όπως έχει τονιστεί, μετράνε κι έχουν σημασία σχεδόν τα πάντα. Παρόλα αυτά, δεν χρειάζεται να κάνουμε μαντεψιές ή να λύσουμε τίποτα σπαζοκεφαλιές και να ανακαλύψουμε κάτι εξωπραγματικό για την ζωή του. Γιατί, πολύ απλά, είναι χαριτωμένα καθημερινή κι ανθρώπινη. Από μια φωτογραφική σκοπιά, τα τελευταία αρκετά χρόνια ασχολείται με την έρευνα ακαδημαικού επιπέδου, τη συγγραφή ακαδημαϊκών βιβλίων και τη διδασκαλία των Μαθηματικών. Για την επιστήμη του, αξίζει οπωσδήποτε να σημειωθεί ότι διατηρεί ένα άσβεστο πάθος, που επικοινωνεί εντυπωσιακά με την οξυδέρκεια και το αριθμητικό του μυαλό, από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Από τα 8 του χρόνια είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να γίνει σπουδαίος σε αυτό που ήδη κάνει, κι από τότε η διαδρομή του στον απέραντο κόσμο των αριθμών και των εννοιών έχει διαμορφώσει σε τιτάνιο βαθμό τη σκέψη κι έχει καθορίσει τη σχέση που έχει με τον εαυτό και τις εμμονές του. Στο χώρο των αλγεβρικών δομών και συστημάτων, έχει σημειώσει αρκετά σοβαρά μαθηματικά επιτεύγματα, ενώ μέσα από την τριβή του με τη Θεωρία Αριθμών βλέπει το alter ego του. Δυναμικό, άτρωτο και πιο ορατό από κάθε άλλον που δεν ξέρει να μετράει, όπως πολλές φορές, με σνομπσμό έχει εκφραστεί, ακόμη και για συναδέλφους του. Δεν έχει απολύτως άδικο, αν σκεφτούμε ότι, κατά κάποιο τρόπο, καθημερινά τεστάρει σοβαρά τις δυνάμεις του και τις μετράει, όπως αυτός καταλαβαίνει, αφού η μετρική είναι πάντα το μυαλό του, πρωταρχικό σημείο αναφοράς για όσα πιστεύει και λέει.
Πέρα από τα Μαθηματικά και τους υπολογισμούς του, η ζωή αυτού του περιβόητου ήρωα και δεινού κατακτητή της επιστήμης πολιορκείται καθημερινά από ερωτήματα και προβληματισμούς που δεν του αρκεί να απαντά μονοδιάστατα. Με τους αριθμούς καταλαβαίνει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι μεν ενδιαφέρουσες εξισώσεις, αλλά πολλές φορές δε αδύνατες, γιατί κι ο ίδιος τους ανθρώπους δεν δύναται πάντα να τους καταλάβει, αφού κι οι ίδιοι δηλώνουν την ίδια δυσκολία για τον ίδιο. Τη λύση στους γρίφους αυτούς έχει δώσει μερικώς, μελετώντας ποίηση και φιλοσοφία. Διατηρώντας πάντα την προσήλωση και την πίστη του στον αρχικό του στόχο, στον ελεύθερό του χρόνο έχει επιλέξει να αφήνεται στη γοητεία των φιλοσοφικών δοκιμίων, να διαβάσει φωναχτά ποίηση και κυρίως κομμάτια απείρου ποιητικού κάλλους, των σπουδαίων Καβάφη και Παλαμά. Δε δηλώνει, αλλά του αρέσει που είναι πατριώτης, μιας κι ετσι κρατά πιο ζωντανά πολλά από τα κομμάτια του παρελθόντος του, ως παιδί κι ως άνθρωπος, στην Ελλάδα του. Από αρχαίους φιλοσόφους , μιας και αναφέρεται ταυτόχρονα και στη φιλοσοφία της επιστήμης, παθιάζεται με Πλάτωνα και Πυθαγόρα, ακόμη περισσότερο με Σωκράτη κι Αριστοτέλη, ενώ τον ενθουσιασμό του έρχεται να συμπληρώσει το έργο του Λιαντίνη. Θα αναρωτηθεί κανείς πώς γίνεται ένα τέτοιο, γριφώδες μυαλό, να δέχεται επιρροή από, όχι τόσο, ετερόκλητα σύμπαντα. Θα σκεφτεί κανείς επίσης πώς αυτός ο ογκόλιθος πληροφοριών αποθηκεύεται κι ερμηνεύεται, χωρίς να του προκαλεί μια μη διαχειρίσιμη διανοητική σύγχυση, από έναν καθημερινό άνθρωπο, όπως έχει άλλωστε αναφερθεί. Κι αν μπορεί αυτός, γιατί να μην μπορούμε κι εμείς άλλωστε. Είναι άξιο απορίας αυτό το θέμα, αλλά δεν αποτελεί κρατικό μυστικό, ούτε και κάτι το ανεξήγητο. Απλώς, η εφηβική καρδιά του Τζίμη έχει υποδεχτεί από νωρίς στοιχεία φιλοσοφικού στοχασμού και βίου, χάριν στα οποία μέχρι και σήμερα, δίνει έμφαση στο μέτρημα, μέσα από λέξεις, φράσεις και νοήματα, χωρίς να απαρνιέται την αξία των αριθμών και των συμβόλων.
Παρά τη ζωηρή του ψυχοσύνθεση, ο κύριος Τζίμης, όπως θέλει να τον αποκαλούν, κι όπως φυσικά προστάζει η αυθεντία του, έχει κι αυτός τις αδυναμίες και τα πάθη του. Όσο έντονα σκέφτεται και μιλά, κάνοντας τη ζωή του περισσότερο αξιοβίωτη, άλλο τόσο φοβάται. Κι όσο προκλητικός κι αν είναι φοβός μπροστά στην ελευθερία, ο Τζίμης εδώ κι είκοσι χρόνια έχει παραδωθεί σε μια συγκεκριμένη ιδεοληψία. Έχει σταματήσει να ανεβαίνει σε αεροπλάνα για να ταξιδέψει, γιατί μέσα από επίμαχες συζητήσεις με ειδικούς, έχει πειστεί ότι είναι μέσα ακατάλληλα για χρήση και δεν θέλει διόλου να ακούσει για το αντίθετο, χωρίς σοβαρές κι αξιόπιστες αποδείξεις. Πιστεύει δηλαδή ότι η επιστήμη δεν έχει αρκετά εργαλεία για να μας πείσει για την καταλληλότητα τους με ακρίβεια, και πως όσοι τα χρησιμοποιούν βασίζουν τη σιγουριά τους στο γεγονός ότι η εμπειρία, μέσα από την επανάληψη, είναι απόδειξη αρκετή, ώστε να μη χρειάζεται να φοβόμαστε. Φυσικά, ποντάρει πάντα στο ενδεχόμενο αυτή η εικασία του να μην χρειαστεί ποτέ να επιβεβαιωθεί, γιατί φοβάται ότι θα βγει κάποια στιγμή αληθινός, ακόμη και μετά θάνατον. Επιπλέον, υπάρχει άλλη μία πληροφορία που δίνει περισσότερο φως στις σκοτεινές πτυχές του εαυτού του. Ύστερα από μια σοβαρή τραυματική του εμπειρία, δεν έχει συναναστραφεί ποτέ ξανά καμία άλλη γυναίκα ερωτικά. Σπάνια, πλέον, γοητεύεται από την ιδέα του να φλερτάρει, ενώ η ματαίωση που τον ακολουθεί πιστά τα τελευταία χρόνια εντείνει ακόμη περισσότερο την εσωστρεφιά του απέναντι σε ένα είδος επικοινωνίας, που θα ήταν, άνευ όρων, κάτι παραπάνω από αναζωογονητική. Δεν έχω καμία σχέση με τον κόσμο των υπάρξεων αυτών΄, σκέφτεται πάρα πολύ συχνά κι έτσι, με μια προφανή ευκολία, τον απορρίπτει, χωρίς να τον πολεμά απαραίτητα. Μια ανάγνωση, ωστόσο, των Γυναικών του Μπουκώφσκι, θα ήταν μάλλον μια καλή αρχή για να αλλάζει στάση, κάποια στιγμή και να δει βαθύτερα το εσωτερικό του τραύμα.
Αυτός λοιπόν είναι ο Τζίμης, και αυτό είναι κοντολογίς ένα συνοπτικό άλμπουμ στη φαρέτρα των εμπειριών του μέχρι τώρα. Ιδιαίτερος, κι αποκαλυπτικός. Από εδώ και πέρα ενδεχομένως, ως θεατής, φαντάζεται κανείς μια συνέχεια από μέτρημα, ένταση, πάθος, δέος κι όλα τα συναφή που ίσως να μας άφησε αυτή η σύντομη περιγραφή της παράξενης, αλλά ενδιαφέρουσας διαδρομής του στο φάσμα του χρόνου. Αυτό θα ήθελα και εγώ να ισχύσει. Κι αυτό περίμενα, εξάλλου. Γιατί πιστεύω στις ταυτίσεις, όπως έχω προαναφέρει και προτιμώ να ελπίζω, όσο δύσκολο κι αν είναι. Παραδέχομαι, μόνο για αυτή την περίσταση, κόντρα στο ρόλο μου, πως δεν μου αρέσει να υπολογίζω στο αναπάντεχο. Όμως η ζωή είναι παραπλανητική και συνεχώς μας υπενθυμίζει ξανά ότι η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία, γιατί απλά μπορεί. Και μετράει τις ώρες και τις στιγμές, πιο αριστοτεχνικά, απ’ότι ήξερε ο Τζίμης να κάνει, κι ήθελε, πόσο μάλλον απ’όσο μπορούσα κι εγώ ή ήθελα.
Ένα μουντό μεσημέρι είναι μουντό, αλλά κι ικανό να χαλάσει τη διάθεση του ήρωα, χωρίς κάποιον ιδιαίτερα προφανή λόγο. Θα σκεφτόταν κανείς πώς πρόκειται περί διαίσθησης, και μάλλον δεν θα έπεφτε έξω. Κι ήταν εκείνο το μεσημέρι, το απροσπέραστο, που σήμανε χρονικά την έναρξη της πιο καθοριστικής του εμπειρίας. Καθώς καθόταν στην κουρασμένη του, από πατήματα, καρέκλα, άρχισε να δυσφορεί από το παντελόνι του και να έχει μια ενοχλητική φαγούρα. Άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, περιμένοντας να βρει τον ύποπτο, που του χαλούσε την ηρεμία, αλλά τελικά μάταια, δεν βρήκε τίποτα. Μετά από πάρα πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή, σηκώθηκε για να ξεπιαστεί , κι ασυναίσθητα, επανέλαβε την ίδια μηχανική κίνηση, βάζοντας τα χέρια του στις κωλότσεπες. Τα κοντά του δάχτυλα κατάφεραν να σκαλίσουν εσωτερικά το ύφασμα και να βγάλουν από μέσα ένα πατικωμένο και στεγνωμένο σημείωμα, που είχε χάσει τη φρεσκάδα και το ίσιωμα του από μια «πετυχημένη πλύση» στο πλυντήριο.
Δεν θυμόταν πως βρέθηκε εκεί το χαρτί και κουρασμένος όπως ήταν, έβλεπε θολά την ημερομηνία από ένα ραντεβού, που ήταν πέρα για πέρα απαραίτητο να μην ξεχάσει. Το επόμενο πρωί δέχτηκε την ίδια υπενθύμιση από το κινητό του, που τον ξύπνησε ταυτόχρονα με το ξυπνητήρι. Δεν το ήθελε αυτό το ξύπνημα. Ήταν αναγκασμένος να επιμείνει σε κάτι που τον κούραζε, και τα νοσοκομεία τον κούραζαν. Ένα τηλεφώνημα από το γιατρό του όμως, μετά από λίγη ώρα τον έβαλε σε διάθεση ετοιμότητας, για να παραλάβει τα αποτελέσματα από τις πρόσφατες εξετάσεις του, κάνοντας σε ένα προσωπικό τετ α τετ, με το γιατρό του. Συνεπώς, έβαλε προσωρινά την οκνηρία του στο συρτάρι και σύρθηκε μέχρι το νοσοκομείο.
Επισκέψεις σαν κι αυτές για το Τζίμη ήταν εδώ και πολύ καιρό υπόθεση ρουτίνας. Όσο κουραστική και πληκτική κι αν είναι για το μέσο άνθρωπο η ρουτίνα, άλλο τόσο είχε καταντήσει να είναι και για τον ίδιο. Αυτό όμως που δεν του ήταν αντιληπτό είναι πως είχε αρχίσει να ξεχνά σχετικά εύκολα. Φυσικά, όχι να μετρά. Αλλά να μεριμνά, και κυρίως για τον εαυτό του. Η σκλήρυνση κατά πλάκας, με την οποία είχε διαγνωστεί, βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο και τα συμπτωματά της τον τελευταίο καιρό είχαν γίνει επώδυνα, κι ως εκ τούτου κάποιες φορές ήταν υποτονικός και πολύ εκνευρισμένος. Αν και μετά από μια τέτοια , μη αναμενόμενη αποκάλυψη για τον ίδιο, καταλαβαίνουμε ως παρατηρητές αμέσως, πώς ένας άνθρωπος που βιώνει την ματαίωση κι αναμετριέται με την τρωτότητα του, είναι λογικό να έχει την τάση να επαναπροσδιορίζει το ποιός συνεχίζει να είναι, δεν συναντάμε κάτι αντίστοιχο στην περίπτωση του Τζίμη. Ο ίδιος δεν ήθελε να μοιρολατρεί και να αναλώνεται σε δακρύβρεχτους εσωτερικούς, γιαγιαδίστικους προσωπικούς μονολόγους, γύρω από το νόημα της ζωής, αλλά και πως θα ήθελε να ζήσει τα τελευταία του λεπτά πάνω στη γη. Συνέχιζε ακάθεκτος να διάγει βίο, σύμφωνα με τις δικές του, δυνατές και παγιωμένες περιοριστικές πεποιθήσεις και χαιρόταν πολύ που, παρ’αυτα, διατηρούσε τη διάθεση του να δουλεύει, να ψάχνει και να ερευνά, γιατί έτσι πίστευε πως κέρδιζε τη ζωή κι απομυθοποιούσε τη βεβαιότητα ότι είναι πιθανό εξαιτίας της κατάστασης του, να καταλήξει, ενδεχομένως και σύντομα. Κι ας γνώριζε ότι η ίαση, με όποιο τρόπο κατορθωνόταν, δεν ήταν από μόνη της αρκετή, δεν ήθελε να χάσει με τίποτα αυτό το προσωπικό στοίχημα. ΄Ωχ καημένε, δε βαριέσαι΄ ήταν το νέο λογότυπο, με το οποίο έκλεινε τις συζητήσεις με νοσοκόμες, γιατρούς και φίλους, χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια, ούτε και στους οικείους του να του χαλάσουν το όνειρο.
Λίγους μήνες αργότερα, μπήκε στο νοσοκομείο για τον καθιερωμένο έλεγχο κι έκτοτε δεν ξαναβγήκε. Έμεινε περισσότερο απ’ ότι είχε υπολογίσει. . «Σαρανταπέντε μέρες χωρίς τα σαββατοκύριακα», επέμενε συνεχώς να φωνάζει, όποτε υποβαλλόταν σε εξετάσεις, «σαρανταπέντε χρόνια τώρα αντέχω σαν λιοντάρι» δήλωνε, κι έτσι προκαλούσε άλλοτε βλέμματα απορίας σε ασθενείς με αντίστοιχα προβλήματα , των δωματίων που άλλαζε κι άλλοτε το γέλωτα στους αρμόδιους που τον είχαν αναλάβει, γνωρίζοντας ότι ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση για να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Ελπίδα, γύρω από αυτό το αβέβαιο για τη ζωή του κλίμα, έδινε στο Τζίμη το πείσμα του να γυρίσει στο ταπεινό του σπίτι, στην καρέκλα του και στα βιβλία του. Αγνοούσε το γριφώδες βλέμμα και τις προβλέψεις τον γιατρών, που πίστευε ότι τον κρατάνε επίτηδες επί κλίνης και το μέτρημα έδινε κι έπαιρνε. Γι’ αυτό κι έσπρωχνε τις μέρες, σα να κουνάει κυβάκια από ντόμινο μέσα στο μήνα, και κάπου κάπου στο παραλήρημα και τις φαντασιώσεις του, παραμιλούσε για όσα θυμόταν γεγονότα κι ένιωθε πιο ζωντανά μέσα του, τα πάθη του, τα όνειρα, τις «αγάπες του» κι όλα τα όμορφα που ανυπομονούσε να συναντήσει και πάλι, από το πρώτο κιόλας λεπτό που θα αποδεσμευόταν από αυτή την ενοχλητική υποχρέωση.
Ήταν Παρασκευή πρωί, όταν ο ίδιος ξύπνησε καταβεβλημένος και μη μπορώντας τη δυσφορία, φώναζε τους γιατρούς με μανία να έρθουν να τον περιθάλψουν. Πονούσε κι αυτό του το πάθος τον είχε φέρει αντιμέτωπο με μια ακόμη αδυναμία, που δεν είχε ποτέ μετρήσει στα σοβαρά, γιατί ήταν μια άγνωστη ή θαμμένη ιδέα, σε μια γωνιά του μυαλό του. Δεν ξέρω ούτε κι εγώ αν η λογική μπορεί να διαπεράσει τον πόνο κι αν τελικά μπορούμε να την εξορθολογίσουμε, αλλά ούτε ο Τζίμης μπορούσε να δώσει τη λύση σε αυτό το ζήτημα, που τον τελευταίο καιρό τον απασχολούσε, ψυχή τε και σώματι. Ένιωθε αποτυχημένος, τόσο επειδή πονούσε, όσο και γιατί δεν είχε καταφέρει να προβλέψει και να φροντίσει από πριν για να τον αποφύγει. Πίστευε πάντα ότι μπορούσε να έχει τον έλεγχο στη ζωή του, αλλά και να προλαβαίνει το χρόνο, για να μην πονά, αλλά αυτή τη φορά η ψευδαίσθησή του τον είχε νικήσει. Και δεν ήταν μόνο ο σωματικός πόνος, την αίσθηση του οποίου δεν μπορούσε να αποφύγει, αλλά κι ο ψυχικός, που σταδιακά του είχε δημιουργήσει και την αναμενόμενη ηττοπάθεια. Κι αυτή του τη διάθεση δεν δυνόταν ούτε να τη μετρήσει, αλλά ούτε και να την χαλιναγωγήσει.
Δυστυχώς, ο Τζίμης, μετά από πληθώρα εξετάσεων, χορήγησης φαρμάκων και μεγάλης ταλαιπωρίας, δεν ξαναγύρισε. Ούτε το σπίτι του αισθάνθηκε ξανά, όπως το είχε ονειρευτεί με εγκαρτέρηση, όσο δοκιμαζόταν από τον πόνο και το χρόνο. Με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Δε θα μπορούσε να νικήσει το βέβαιο του θανάτου, έτσι κι αλλιώς, αλλά μέχρι το τελευταία του πνοή, παρέμεινε έφηβος κι ιδιαίτερος, όπως κι ήθελε. Κι έτσι απαίτησε να τον θυμόμαστε. Στην πραγματικότητα, ο Τζίμης δεν παραδόθηκε, αλλά έδωσε έναν αγώνα με αξιοπρέπεια και για αυτό τιμήθηκε. Η ζωή, παρά τη σκληρότητα της, έχει την πονηριά να αλλάζει όπως θέλει την πλοκή του εκάστοτε έργου, και στην περίπτωση του δικού του έργου, του επιφύλασσε μια ξεχωριστή έκπληξη, που τον δικαίωσε ως το φινάλε. Λίγες μέρες πριν ξεψυχήσει, κι όσο πάλευε με τους δαίμονες και τις ανασφάλειες του, μια γυναικεία φιγούρα, ξεχασμένη, αλλά αλησμόνητη, από το παρελθόν, έδωσε τέλος σε ένα από τα πιο σημαντικά κι άλυτα υπαρξιακά του ζητήματα. Ήταν η Τζούλη, που στεκόταν σαν πριγκίπισσα στο κατώφλι της πόρτας του δωματίου του, που έκανε το Τζίμη να σαστίσει απότομα. Λογικό είναι να αναρωτηθεί ο καθένας μας για το ρόλο αυτού του προσώπου στη ζωή ενός ανθρώπου, που είχε κλείσει, εδώ και πολύ καιρό, την πόρτα στην επιθυμία και τον έρωτα, κι ειδικά σε ώρες που ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου. Στο δια ταύτα των πραγμάτων, η Τζούλη , κοινώς Ιουλία, ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε ξυπνήσει στο Τζίμη πρωτόγνωρα συναισθήματα αγάπης κι έρωτα και τον στιγμάτισε ανεπανόρθωτα στη μετέπειτα πορεία του, όταν τον εγκατέλειψε. Για μια ιερόδουλη είθισται να είναι δύσκολο να επιλέξει ανάμεσα στην υποχρεώση που έχει για να επιβιώσει, στην ευθύνη απέναντι στις επιλογές της και στον εαυτό που αδημονεί να ζήσει με πάθος και καλύτερες προοπτικές, σε μια εποχή που μεσουρανούσε και πληρωνόταν αδρά για τις υπηρεσίες της. Τότε λοιπόν, οι κοινωνικές περιστάσεις δεν της είχαν επιτρέψει να υπακούσει στις βαθύτερες επιθυμίες της, γι’ αυτό κι η απόφασή της να αποχωριστεί το Τζίμη τους κόστισε αμφότερα. Εκείνη τη μέρα όμως, μετά από χρόνια πόνου, ενοχών κι ένα πλήθος ερωτημάτων που είχε γεννήσει η εγκατάλειψη κι η απόσταση και στους δύο, και στα οποία η ίδια ήθελε να δόσει τις προσωπικές της απαντήσεις, είχε φτάσει στο νοσοκομείο, αποφασισμένη να εξιλεωθεί και να του πει το δικό της επίγειο αντίο, αποδεικνύοντας ότι... δεν χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές, των ανθρώπων, που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο...
Εκείνη τη μέρα, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο μύριζε ευτυχία κι ηχούσαν εμβατήρια ρομαντισμού κι αγάπης στον εσωτερικό κόσμο του ασθενή, με την ιδιαίτερη προσωπικότητα. Μετά από αυτή την ανεκδιήγητη άφιξη, η καρδιά του φτερούγησε και πάλι, μοναδικά, αληθινά κι απρόσκοπτα. Κοιτώντας τη γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα, είδε μια ολόκληρη ζωή να περνά από μπροστά του και στις ηλιαχτίδες των ματιών της, που έσφυζαν από επιθυμία, χαρά και πόθο, βίωνε όπως παλιότερα την ελευθερία να αγαπά και να νιώθει. Σαν μια λύτρωση από τους ψυχαναγκασμούς, που είχαν ριζώσει μέσα του βαθιά και του στερούσαν την ορατότητα από το ουσιαστικό και το απαραίτητο. Μέσα από μια στιγμή τόσο λιγοστή, το μέτρημα παρέπαιε, γιατί ήταν τότε που είδε στην αγάπη όλη την αιωνιότητα. Κι η κορύφωση της ήρθε όταν πρωτοαντίκρισε το γιο του, ένα κατάξανθο αγοράκι, που δίπλα στη μητέρα του, είχε καρφώσει το βλέμμα του επάνω του, και με μια παιδική επιμονή, αποζητούσε την επικοινωνία και τη σύνδεσή μαζί του.
Είχε ακούσει πάρα πολλά γι’ αυτόν και τον αγαπούσε, πριν καλά καλά τον γνωρίσει. Έτσι δεν θα πρεπε εξάλλου;
... ΄μετράω πολλές μέρες ακόμη μακρυά σου, έχω συνηθίσει τόσο πολύ το μέτρημα, δεύτερη φύση μου, που είχα ξεχάσει πόσο ανάγκη είχα να νιώσω ότι μου λείπεις. Δεν μιλούσα συχνά για εμάς, αφότου είχες φύγει και πίστευα ότι θα είμαι εντάξει να κάνω όσα ήξερα κι αγνοώντας ότι πολλά μου διαφεύγουν.
Τι μπορείς άλλωστε να μετρήσεις στην αγάπη; Έκανα τόσα ταξίδια επίγεια με το νου, τη λογική κι ένιωθα δυνατός για τις πεποιθήσεις μου, που συνέχιζα να ταξιδεύω. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ όμως πως η Ιθάκη που αναζητούσα μπορεί να είναι έτσι άμορφη, γλυκιά, απέραντη κι ευλογημένη. Τόσο όμορφα ντυμένη, που οι εξαναγκασμοί, το μέτρημα κι οι υποθέσεις, τόσο γρήγορα κι εύκολα, να πλεονάζουν, της είπε, μασώντας τα λόγια του, χωρίς καθόλου μέτρημα, και μη μπορώντας να σταματήσει να χαζεύει και τους δύο με τόση τρυφέροτητα, κλαίγοντας ασταμάτητα από συγκίνηση.
Αυτά ήταν κι από τα τελευταία ουσιαστικά λόγια και σκέψεις του Τζίμη, λίγο πριν φύγει για έναν κόσμο άγνωστο. Δεν τον ενδιέφερε πλέον να το ψάξει, αφού στον επίγειο είχε συναντήσει τον παράδεισο, όπως αυτός του ήρθε μέσα από τα μάτια του παιδιού του και του ασίγαστου έρωτα για την αγαπημένη του. Δεν έμαθε ποτέ πώς και γιατί έζησε μια ζωή με το απωθημένο και την πικρία, για τα οποία ποτέ δεν μιλούσε, και μακρυά από μια αγάπη μοναδική και λυτρωτική. Δεν τον ενδιέφερε, κι ούτε ήθελε να ρισκάρει να χαλάσει το πέπλο ενός ονείρου που το ζούσε αληθινά τότε. Και κάπως έτσι, θριαμβευτικά ολοκληρώνεται και το άλμπουμ της ζωής του. Ο ίδιος, βέβαια, από πεποίθηση, ήθελε να πιστεύει, ακόμη και την ύστατη στιγμή, πως θα ξαναέβλεπε το ρετρό κι αρμονικό του διαμέρισμα, να νιώσει σε κάθε του ταλαιπωρημένο κύτταρο την οικειότητα που του δημιουργούσε η συμμετρία του χώρου του και να ξαναγκαλιάσει αυτή την δοξασμένη πονεμένη καρέκλα, που είχε δώσει ανύποπτα, εδώ και πολύ καιρό, τη θέση της σε κρεβάτι νοσοκομείου. Δεν τον πείραζε όμως. Ένιωθε ότι είχε κλείσει όλους τους λογαριασμούς με όσα θεωρούσε ανεξήγητα και δύσκολα, γι’αυτό και δεν είχε ανάγκη από κανένα μέτρημα. Κι αυτό μας δίδαξε, θεωρώ, να κρατήσουμε κι απ’ τον ίδιο. Με απλότητα, φυσικότητα και σεβασμό στον πολύτιμο εαυτό, να ταυτιστούμε και σε κάθε μας ταξίδι, κάθε λογής, να δίνουμε αξία στην προσωπική μας αλήθεια και να την τιμούμε όπως της αξίζει!
Χρυσά άνθη
Αγγελική Ντούμου
…«Μην σε τρομάζει αυτό γιατί αν δεν μπεις στον λαβύρινθο, δεν θα μπορέσεις ποτέ να βρεις την έξοδο», «Ο κόσμος των ιδεών υπάρχει έξω από το σπήλαιο, έξω από εμάς που μόνο μέσω του λόγου μπορούμε να τον αντιληφθούμε», «Ξέρεις.. όταν οι ψευδαισθήσεις μεγεθύνονται μέσα σου και δεν τις αντέχεις άλλο, γίνεται κάτι σαν έκρηξη λες και αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους. Και αυτό που σου μένει τελικά είναι μια αλήθεια που χρειάζεται να πεις στον εαυτό σου. Όσο θα την αποφεύγεις, τόσο θα αποσυντονίζεσαι και θα σε ρίχνει διαρκώς πιο χαμηλά»…
Κάθετη Έξοδος, Πασχάλης Λαμπαρδής.
«Αχ.. πόση αλήθεια, πόσο φως, πόσο συναίσθημα.. πόση επαγρύπνηση να χωρέσει σε ένα βιβλίο; Η «Κάθετη Έξοδος», του Πασχάλη Λαμπαρδή, ενός αναστοχαζόμενου, βαθιά ευαισθητοποιημένου ανθρώπου που ενώ η κατεύθυνση της ζωής του ήταν διαφορετική, τόλμησε να μπει στον Λαβύρινθο του, να ερευνήσει, να μάθει, να διδαχθεί, βρίσκοντας στο τέλος εκείνη την κάθετη έξοδο που για εκείνον ήταν η ιδανική.. Πλέον μπορώ να το πω με σιγουριά, το καλύτερο βιβλίο που έχω πιάσει στα χέρια μου μέχρι στιγμής.. Αγάπη, Έρωτας, Ελπίδα, Κοινωνία, Έρευνα, Επιστήμη, Συμφέροντα, Θρησκεία, Ζωή.. Ωχ.. Δεν το πιστεύω! Τι; Πώς; Πώς πέρασε έτσι η αναθεματισμένη ώρα.. κάτι μου λέει ότι πια την απόλυση την έχουμε στο τσεπάκι, ο Λαέρτης το είχε ξεκάθαρα πει, μια ακόμη στραβοτιμονιά και ο δρόμος για το σπίτι θα παρθεί μια ώρα πριν την ώρα του..»
Αυτή είναι η Χρυσάνθη, μια 27χρονη κάτοικος της Αθήνας που σήμερα, όπως και κάθε άλλη εργάσιμη ημέρα, τρέχει για να πάει στην δουλειά της.
- Μπα, θυμήθηκες πώς έχεις και δουλειά;
- Λαέρτη να σου εξηγήσω, ότι και να πεις έχεις δίκιο.
- Χρυσάνθη σε είχα προειδοποιήσει.. η προηγούμενη ήταν η τελευταία φορά. Οι πελάτες δεν μπορούν να περιμένουν εσένα. Εκτός από δικαιώματα, μην ξεχνάς πως έχεις και υποχρεώσεις. Ήδη ακυρώσαμε τα δυο πρώτα σου ραντεβού. Ξέρεις πόσο σε εκτιμώ σαν άνθρωπο και πόσο αναγνωρίζω την δουλειά σου, όμως κάποια πράγματα ξεπερνούν τα όρια και αποτελούν πολύ σοβαρούς λόγους απόλυσης!
- Έχεις δίκιο, όμως σε εκλιπαρώ, πέφτω στα πόδια σου, δεν μπορώ να μείνω χωρίς δουλειά, όχι τώρα που τα έξοδα έχουν πάρει την ανιούσα, με το ζόρι τα βγάζω πέρα.
- Ανιου.. τι; Καλά δεν θα καθίσω να ασχοληθώ με το για άλλη μια φορά ακαταλαβίστικο λεξιλόγιο σου, τα βιβλία και η τέχνη θα σε φάνε στο τέλος. Αυτό που μου λες για τα έξοδα Χρυσάνθη να το σκεφτόσουν την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να ξεκινάς από το σπίτι σου για να έρθεις στην δουλειά. Πήγαινε στο ραντεβού σου που σε περιμένει και εμείς θα τα πούμε αργότερα.
Ο Λαέρτης, όντως, είχε κάνει πολλές υποχωρήσεις για την Χρυσάνθη. Την συμπαθούσε, την εκτιμούσε, την συμπονούσε, αλλά κυρίως απολάμβανε τα κέρδη που επέφερε εκείνη στην επιχείρηση του. Βλέπετε η Χρυσάνθη είναι ένα ελκυστικό, χαμογελαστό, ενσυναισθητικό, ονειροπόλο, ταλαντούχο, εκφραστικό, θελκτικό κορίτσι που όλοι οι πελάτες ήθελαν ένα ραντεβού μαζί της, τους έφτιαχνε την ημέρα! Πόσο οξύμωρο, ένας άνθρωπος που κρύβει τόσο πόνο και θλίψη να φτιάχνει την ημέρα σε δεκάδες ανθρώπους καθημερινά. Τελικά αυτό που λένε πως οι άνθρωποι με τις πιο πονεμένες στιγμές έχουν και τα πιο δυνατά χαμόγελα, στην δική μας περίπτωση ίσχυε και με το παραπάνω. Εκτός τούτου όμως είναι και πολύ καλή στην δουλειά της, δουλεύει σε ένα κέντρο αισθητικής. Καθημερινά βλέπει τους μικρούς τις αστερίες, όπως χαριτολογώντας της αρέσει να τους λέει, και τους περιποιείται τα άκρα. Την τέχνη αυτή δεν την ήξερε, μια πολύ καλή της φίλη της την έμαθε όταν έχασε και τους δυο της γονείς, εκείνη ήταν η στιγμή που ο αυτόματος μπήκε σε λειτουργία και το συναίσθημα του fight or flight έγινε πιο έντονο από ποτέ. Από τότε που οι γονείς έφυγαν από την ζωή, έχασε την γη κάτω από τα πόδια της. Όμως τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους δεν της έδωσαν την πολυτέλεια ούτε ενός λεπτού για να πενθήσει. Ήταν μέσα σε όλα και σε κάτι τυχερή, είχε φίλους που την αγαπούσαν περισσότερο και από αδερφή τους, την στήριξαν μέχρι τελικής πτώσεως, ενώ ήταν εκεί για το κάθε τι που θα χρειαζόταν από εδώ και πέρα. Η αρχή έγινε κιόλας με την μεταλαμπάδευση της τέχνης της ονυχοπλαστικής.
Πάνε δυο χρόνια που η Χρυσάνθη στερείται την ύπαρξη τον γονιών της, ένα τροχαίο τους τις πήρε μακριά. Το μοναδικό τους βλασταράκι, το κέντρο της προσοχής, της στήριξης, της αγάπης και της φροντίδας. Σε ότι πρόβλημα αντιμετώπιζε οι γονείς της ήταν εκεί, κυρίως η μαμά της που βλέμμα σαν και αυτής δεν θα έβρισκε πουθενά και ποτέ της πια. Δεν θα ξεχάσει εκείνο το μοιραίο τηλεφώνημα που έκανε την παγωμάρα να ξεσπάσει σε όλο της το είναι. Ήταν στο καθιερωμένο εβδομαδιαίο εργαστήριο της σχολής, σπούδαζε στην Καλών Τεχνών της Αθήνας, όταν το τηλέφωνο χτύπησε και της είπαν τα κακά μαντάτα. Δεν πίστευε αυτό που μόλις είχε ακούσει, οι φίλοι της κατάλαβαν ότι κάτι πολύ κακό είχε συνέβη και την ρώτησαν γεμάτοι αγάπη και ενδιαφέρον:
- Χρυσάνθη.. Τι; Τι συνέβη;
- Οι γο..
- Οι γο.. τι;
- Οι γον..
- Οι γονείς σου;
- Ναι.
- Οι γονείς σου, τι; Τι έπαθαν;
- Οι γονείς μου πε..
- Τι πε..; Πες μας Χρυσάνθη, μην μας κρατάς άλλο σε αγωνία.
Οι προσπάθειες τους ήταν μάταιες, η Χρυσάνθη είχε παγώσει για τα καλά. Δεν βρήκαν άλλη λύση από το να πάρουν πίσω το νούμερο που μόλις την είχε καλέσει, προκειμένου να μάθουν τι είχε γίνει. Η πληροφορία για τον θάνατο των γονιών της τους καταρράκωσε και αυτούς, αλλά έπρεπε να είναι δυνατοί ώστε να σταθούν σαν βράχοι στο πλευρό της. Οι γονείς της ήταν υπέροχοι άνθρωποι, μα λίγο άτυχοι από την ζωή. Είχαν μια γκαλερί, την οποία δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν πότε τόσο καλά, τα χρέη της τους είχαν πνίξει μα η υπερπροστατευμένη κόρη τους δεν ήξερε τίποτα για αυτά. Οι επόμενες μέρες μετά την είδηση του θανάτου ήταν εφιαλτικές. Η Χρυσάνθη στα χαμένα, ενώ οι φίλοι προσπαθούσαν να ξεδιπλώσουν όλο αυτό το κουβάρι που τελειωμό δεν είχε. Την βοήθησαν με τα πρώτα έξοδα της κηδείας, ενώ την συμβούλεψαν να μην κάνει αποδοχή κληρονομιάς, αφού το χρέος ήταν τεράστιο και το σπίτι σε υποθήκη. Έτσι με τα πολλά και με τα λίγα βρέθηκε χωρίς σπίτι, χωρίς γονείς και άφραγκη. Το μόνο που της είχε μείνει από το περασμένο παρελθόν ήταν το από εδώ και πέρα στήριγμά της, ο μαλλιαρός γατούλης της, ο Σπίθας που στις πιο δύσκολες στιγμές ήταν στο πλευρό της δίνοντας της όλη του την ζεστασιά και την σπίθα που έβγαζε κάθε του ματιά. Αφού πέρασαν μήνες και η φιλοξενία της διαδεχόταν το ένα σπίτι μετά το άλλο μια γειτόνισσα, που σχεδόν μεγάλωσαν μαζί, της πρότεινε να μείνει στο υπόγειο που είχε. Μπορεί να μην ήταν παλατάκι αλλά την δουλειά του θα την έκανε για όσο χρειαστεί. Η Χρυσάνθη με δάκρυα στα μάτια και ευγνωμοσύνη στην ψυχή δέχτηκε την πρόταση της με την προϋπόθεση πώς θα της δίνει ένα μικρό πόσο κάθε μήνα για ενοίκιο, καθώς επίσης θα πλήρωνε το νερό και το ρεύμα, και αυτά με τα λεφτά που έβγαζε από το κέντρο αισθητικής.
Τα παραπάνω και άλλα πολλά σκεφτόταν ο Λαέρτης, ο προβληματισμός του ήταν έντονος, έκανε πάνω κάτω στο εξωτερικό πεζοδρόμιο του μαγαζιού σκεπτόμενος ποια είναι η κατάλληλη λύση. Δυστυχώς το συμφέρον δεν άργησε να κερδίσει, παρά την γνωριμία του με της γονείς της Χρυσάνθης και τις γνώσεις περί των δυσχερειών της. Μόλις η βάρδια της έφτασε στο τέλος της, την φώναξε στο γραφείο του.
- Χρυσάνθη το σκέφτηκα πολύ, η υπομονή μου έχει εξαντληθεί, σου έδωσα πολλές οι ευκαιρίες μα οι πελάτες που έχουμε χάσει εξαιτίας σου τον τελευταίο μήνα ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Δυστυχώς θα πρέπει να φύγεις.
- Μα Λαε..
- Δεν ακούω τίποτα, η απόφαση μου είναι οριστική.
- Και αμετάκλητη;
- Δεν είναι ώρα για τις γνωστές σου λεξούλες. Μάζεψε τα πράγματα σου σε παρακαλώ και φύγε. Ελπίζω να πάρεις το μάθημα σου και στην επόμενη δουλειά σου να είσαι πιο συνεπής.
Με την ουρά κάτω από τα σκέλια η Χρυσάνθη μάζεψε τα πράγματα της, χαιρέτισε τις συναδέλφους της και έφυγε μια για πάντα από το μαγαζί. Σκοτεινές μέρες ακολούθησαν, κλείστηκε στο, ασφυκτικά σχεδόν, υπόγειο που έμενε και δεν ήθελε να δει κανέναν, ούτε φίλους, ούτε γείτονες, ούτε πελάτες που με περίσσιο ενδιαφέρον πήγαιναν να την δουν. Ο ελεύθερος χρόνος που είχε μαζί με την σκέψη που απρόσκλητα την είχε επισκεφτεί, την οδήγησαν σε μονοπάτια δύσβατα, επίπονα και οδυνηρά. Οι γονείς, το πατρικό της σπίτι, τα χρέη, η σχολή της, η δουλειά στο κέντρο αισθητικής, η ζωή που έχασε.. Όλα αυτά που μέχρι τώρα απέφευγε να δει, τα είδε και ο τρόπος σίγουρα δεν ήταν ο ιδανικός. Έπεσε σε ένα βαθύ πένθος μη ξέροντας από που να πιαστεί και τι θα μπορούσε να κάνει για να σωθεί. Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση δεν έλεγε να αλλάξει, εσωστρέφεια, επιλεγμένη μοναξιά, πολύ κλάμα και ανορεξία.
Αφού η εβδομάδα κύλησε χωρίς να δώσει κανένα δείγμα ολοκλήρωσης της στην Χρυσάνθη που παγωμένη ζούσε και δεν ζούσε, χτύπησε το τηλέφωνο. Όχι το δικό της τηλέφωνο, αυτό αποφορτίστηκε και έμεινε βουβό έπειτα από τις ουκ ολίγες κλήσεις και μηνύματα των φίλων που πραγματικά είχαν πολύ ανησυχήσει. Χτύπησε το τηλέφωνο αυτό που ήταν το μυστικό της φυλαχτό, πάντα φορτισμένο, χωρίς να το αφήνει από το χέρι της λεπτό. Μέσα του υπήρχαν όλες εκείνες οι φωτογραφικές στιγμές που θύμιζαν στην Χρυσάνθη κάτι από το πριν, κάτι από το φως, κάτι από τον παλιό της εαυτό. Το τηλέφωνο της μαμάς της! Η Χρυσάνθη βλέποντας το να χτυπά είχε την ψευδαίσθηση της στιγμής πως θα ήταν εκείνη, πως θα την έπαιρνε, θα της έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά και πως τα γεγονότα των τελευταίων δυο ετών ήταν ένα καλοστημένο αστείο. Σήκωσε το τηλέφωνο χωρίς να το σκεφτεί, τα θολωμένα μάτια της την έκαναν να δει αυτό που ήθελε να δει, «Μαμά».
- Μαμά, μαμά εσύ;
- Πολυξένη εσύ είσαι, δεν σε ακούω καλά.
- Δεν είμαι η Πολυξένη, είμαι η κόρη της. Εσείς ποια είστε;
- Χρυσάνθη εσύ είσαι κορίτσι μου; Η Θεία Πελαγία είμαι. Τι κάνεις; Μπορώ να μιλήσω με την μητέρα σου;
- Η μαμά μου δεν είναι εδώ.
- Που είναι, θα αργήσει να γυρίσει; Την θέλω για κάτι πολύ σημαντικό.
- Η μαμά μου δεν θα γυρίσει, πέθανε.
- Πώς; Η Πολυξένη; Το παιδάκι μας; Πέθανε; Πότε έγινε αυτό;
- Πριν δυο χρόνια είχαν ένα ατύχημα με τον μπαμπά μου.
- Πέθανε και ο Αλέξανδρος;
- Ναι.
- Χρυσάνθη μου, κορίτσι μου πόσο λυπάμαι. Τι μαντάτα είναι αυτά που μου είπες. Βλέπεις εδώ στην Αφρική που είμαστε τα νέα δεν μας φτάνουν. Η Πολυξένη είναι η μόνη που κρατούσαμε επαφή τόσα χρόνια και τον τελευταίο καιρό την είχα χάσει. Μόλις έμαθα και τον λόγο. Ξέρω πως είμαστε μακριά, μα να θυμάσαι, θα υπάρχει πάντα μια πόρτα ανοικτή για εσένα εδώ στα μέρη μας.
- Ευχαριστώ.
- Ξέρεις καθώς φαίνεται σε πήρα την πιο κατάλληλη στιγμή. Εμείς είμαστε μεγάλοι πια, δεν θα έρθουμε στην Ελλάδα ξανά. Η Πολυξένη είναι η αγαπημένη μου ανιψιά.
- Ήταν.
- Ναι ήταν, με συγχωρείς, ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω. Ήταν λοιπόν η αγαπημένη μου ανιψιά, κάποτε της είχα πει ότι θέλω να κινήσουμε τις διαδικασίες να της γράψω το σπίτι στο χωριό μα μου είχε πει να μην το γράψω σε εκείνη αλλά στο βλασταράκι της, σε εσένα.
- Σε εμένα; Στο χωριό; Στο Καστρί;
- Ναι στο Καστρί, έχω ξεκινήσει τις διαδικασίες αλλά πρέπει να πας το συντομότερο εκεί για να υπογράψεις και να πάρεις τα κλειδιά από τον συμβολαιογράφο.
- Εγώ; Για εμένα; Να πάω; Πότε να πάω;
- Για εσένα κοριτσάκι μου ναι. Αύριο; Μπορείς να πας αύριο; Στο συρτάρι του κομοδίνου θα βρεις και κάποια χρήματα, τα είχαμε για ώρα ανάγκης, να τα πάρεις, να σε φροντίσεις και να κάνεις κάτι το οποίο πάντα ονειρευόσουν και λαχταρούσες, ότι δίνει φτερά στην ψυχή σου για να πετάξει.
- Θεία Πελαγία ευχαριστώ, δεν ξέρω τι άλλο να πω.
- Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, να πας στο χωριό και αν χρειαστείς το οτιδήποτε να με πάρεις σε αυτόν τον αριθμό.
- Εντάξει.
- Να σε προσέχεις Χρυσάνθη μου, η απώλεια είναι δύσκολη πολύ μα να θυμάσαι ότι ακόμη και αν οι γονείς δεν είναι μαζί σου εκεί, έζησαν μια ζωή γεμάτη, με αγάπη και χαρά, τους την έδωσες απλόχερα εσύ. Αυτή την χαρά είμαι σίγουρα ότι θέλουν να την δουν και στην δική σου την ψυχή. Τα εφόδια που έχεις ως κληρονομιά είναι πολλά, άσε την αχτίδα φωτός να εισχωρήσει μέσα σου ξανά και ζήσε με την μνήμη τους που θα είναι ζωντανή. Κράτησε τους στο πλευρό σου, δίπλα σου, όχι μπροστά σου και πήγαινε εκεί που η ψυχή σε οδηγεί, αυτό θα ήθελαν και αυτοί.
- Σε ευχαριστώ Θεία, σε ευχαριστώ για όλα.
Και κάπως έτσι το τηλέφωνο έκλεισε, αποσβολωμένη η Χρυσάνθη για ακόμη μια φορά. Παίρνει ένα λεπτό για να σκεφτεί τι έχει συμβεί και ξεσπά στα κλάματα, μα αυτή την φορά τα κλάματα ήταν απόλυτης χαρά. Μετά από πολύ καιρό ένιωσε ξανά ελπίδα.
«Δεν το πιστεύω, τι συνέβη μόλις; Είναι αυτό τυχαίο; Δεν γίνεται να είναι τυχαίο! Είστε ακόμη εδώ, δίπλα μου, όπως ήσασταν πάντα. Δεν σας βλέπω, μα σας νιώθω.»
Σκέφτηκε μέσα της ενώ έψαχνε απελπισμένα ένα χαρτομάντηλο για να σκουπίσει τα δάκρυα της. Έψαξε παντού μα δεν έβρισκε κανένα πουθενά.
«Στις τσέπες για να δω μήπως έχει ξεφύγει κανένα; Μπα τίποτα. Ωχ τι είναι αυτό; Χαρτάκι; Τι λέει για να δω.»
«Ξέρεις πότε μαθαίνει κανείς να κολυμπά; Όταν δεν φοβάται. Ο άνθρωπος έχει την τάση να βυθίζεται, να κάνει σπασμωδικές κινήσεις και να πέφτει προς τα κάτω. Μόνο όταν διώξει τους φόβους του μπορεί να επιπλεύσει πάνω στο νερό, να αφεθεί με εμπιστοσύνη, έτσι ισορροπεί η άνωση με την βαρύτητα. Το ίδιο συμβαίνει και στην ζωή του, χωρίς φοβίες ελευθερώνεται και μαθαίνει να κολυμπά πάνω από τα προβλήματα του. (Κάθετη Έξοδος)».
«Κάθετη Έξοδός; Μα.. τι; Πώς βρέθηκε αυτό το χαρτάκι εδώ, δεν το έγραψα εγώ. Μια στιγμή, αυτή είναι η ζακέτα του μπαμπά μου. Η ζακέτα που ακόμη έχει την δική του μυρωδιά, το χαρτάκι.. η κάθετη έξοδος.. το μοναδικό βιβλίο που ενστικτωδώς πήρα φεύγοντας από το σπίτι. Πόσες οι συμπτώσεις τι θέλουν να μου πουν;»
Η Χρυσάνθη μετά από πολλές ληθαργικές ημέρες είχε την πιο έντονη βραδιά της, σκεφτόταν όλο το βράδυ, η Θεία, το τηλεφώνημα, το σπίτι στο Καστρί, το βιβλίο. Το πρωί, πριν προλάβει να ξημερώσει καλά, καλά ξύπνησε με ένα τεράστιο χαμόγελο, χαμόγελο που τις τελευταίες μέρες είχε ξεχάσει. Όμως δεν ήταν ίδιο με τα του παρελθόντος ήταν το δικό της, το πιο αληθινό, αυτό που βρήκε ανάμεσα στα σκοτάδια να της δείξει τι σημαίνει αυθεντική χαρά.
«Λαβύρινθος, κάθετη έξοδος, ψευδαισθήσεις, αλήθεια. Πώς δεν το σκέφτηκα; Αυτό είναι! Θα το τολμήσω! Όσο και να φοβάμαι, θα εμπιστευτώ την ζωή, θα μπω στον Λαβύρινθο μου, ζώντας την κάθε στιγμή και στο τέλος θα βρω την κάθετη έξοδο και όταν την βρω τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο»
Αυτά είπε, πήρε τον Σπίθα και τις ήδη έτοιμες βαλίτσες της και κατευθύνθηκε προς το λεωφορείο για το χωριό. Στον δρόμο η διαδρομή φάνταζε διαφορετική, σαν σε κινηματογράφο κάθε της φύσης σκηνή, με την Χρυσάνθη παρατηρητή. Οι ώρες κύλησαν σαν το νεράκι, έφτασε λοιπόν στην πλατείας τα σκαλιά. Ήταν τόσο όμορφα, το πράσινο έδινε μια άλλη πνοή, ενώ ο αέρας μύριζε θαλπωρή.
- Καλημέρα σας. Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε σας παρακαλώ;
- Πείτε μου τι θα θέλατε;
- Ξέρετε μήπως που είναι το σπίτι της Πελαγίας Κρεμπενιώτη;
- Χρυσάνθη εσύ;
- Ναι εγώ, γνωριζόμαστε;
- Εγώ είμαι, ο Σωκράτης δεν με θυμάσαι; Αν δεν θυμάσαι εμένα, θα θυμάσαι σίγουρα τις πολλές ποδηλατάδες μας, τα ξέγνοιαστα και υπέροχα παιδικά μας καλοκαίρια.
- Ο Σωκράτης, ναι! Μας πώς να σε ξεχάσω, η παιδική μας φιλία έχει μείνει ανεξίτηλη στην μνήμη.
- Μου μίλησε η Θεία σου για εσένα, λυπάμαι πολύ. Είμαι ο συμβολαιογράφος που σου είπε. Τι λες πάμε στο σπίτι;
- Ο Συμβολαιογράφος εσύ; Δεν έφυγες πότε από το χωριό; Έχουμε χρόνια να τα πούμε.
- Έφυγα, τα τρία τελευταία χρόνια έχω γυρίσει. Ασκώ το επάγγελμα μου εδώ ενώ διατηρώ γραφείο και στην Τρίπολη. Η ζωή στην Αθήνα Χρυσάνθη είναι σκληρή, ασταμάτητη, ανταγωνιστική. Ξεχνάς ποιος είσαι, που πας και τι γυρεύεις. Στο χωριό είναι αλλιώς, η φύση σου δείχνει την πραγματική ζωή, σου δείχνει αυτό που είσαι στα αλήθεια εσύ, μαζί της νιώθεις δυνατά και πετάς οτιδήποτε περιττό μακριά.
- Το κάνεις να ακούγεται πολύ ελκυστικό.
- Μια δοκιμή θα σε πείσει, τι λες πάμε προς το σπίτι;
- Φύγαμε.
Στο δρόμο για το σπίτι είδαν κάθε γωνιά, σοκάκι και στενό που συντρόφευσε τις παιδικές τους σκανταλιές, στιγμές και αγκαλιές. Γέλασαν συγκινήθηκαν, προβληματίστηκαν.
- Αυτό είναι λοιπόν το σπίτι.
- Αχχ, ακριβώς όπως το θυμόμουν. Μόνο καλές αναμνήσεις έχω από αυτό το σπίτι, κάθε του σπιθαμή και γέλιο, κάθε του γωνιά και δημιουργία. Εδώ αγάπησα την τέχνη, εδώ έμαθα τι πάει να πει δημιουργία. Αααα ο πυρογράφος της Θείας Πελαγίας!
- Πυρογράφος; Τι είναι αυτό;
- Αυτό είναι ένα εργαλείο που μαζί του η έκφραση και η δημιουργία στο ξύλο είναι η μόνη επιλογή.
- Ξέρεις να τον χρησιμοποιείς;
- Ναι, πάντα ήθελα να ασχοληθώ με αυτό. Να δημιουργώ πάνω στο ξύλο με πυρογράφο. Εντρύφησα μαζί του σε μαθήματα της σχολής και μάλιστα ήθελα να το εξελίξω και σε επάγγελμα, γιατί όχι. Τα ερεθίσματα που είχα από παιδί ήταν πολλά και υπέροχα.
- Και γιατί δεν το κάνεις;
- Μα πώς, δεν ξέρω πώς μπορώ; Τα διαδικαστικά;
- Η Θεία σου άφησε κάποια χρήματα σωστά;
- Ναι.
- Με αυτά μπορείς να κάνεις την αρχή. Να πάρεις τα υλικά σου, καινούργια εργαλεία και με συντροφιά το απέραντο πράσινο που ξεπροβάλει από το παραθύρι σου τα αποτελέσματα είναι σίγουρα. Έπειτα μπορείς να πουλάς αυτά που φτιάχνεις, ενώ γιατί όχι να κάνεις και την δική σου έκθεση κάποτε. Όσο για τα διαδικαστικά μην σε φοβίζει τίποτα, είμαι εγώ εδώ. Με φίλους και γνωστούς που έχω όλα θα είναι πολύ εύκολα, εξάλλου το έχουμε ξανά κάνει.
- Λες;
- Δεν λέω, είμαι σίγουρος!
- Εεε λοιπόν θα το κάνω! Δεν θα αφήσω τον φόβο να με νικήσει. Τα μεγαλύτερα θέλω πολλές φορές πνίγονται από τους πιο ψυχοφθόρους φόβους. Αυτό γιατί τα θέλω απαιτούν προσπάθεια, φροντίδα και επιμονή, ενώ ο φόβος εύκολα και απλά τρυπώνει και τρώει σαν τον τερμίτη τρώγοντας σου την ψυχή ωσάν να ήταν το πιο λαχταριστό ξύλο του κόσμου.
- Έτσι σε θέλω τολμηρή, αυτός που τολμά έχει κίνδυνο να χάσει, μα αυτός που δεν τολμά έχει ήδη χάσει. Πώς λες να ονομάσεις την επιχείρηση σου;
- Πώς να την ονομάσω εε;; Για να σκεφτώ.. «Χρυσά Άνθη», ναι έτσι θα την πω!
- Έξυπνο λογοπαίγνιο του ονόματος σου.
- Όταν ήμουν μικρή οι γονείς μου, μου έλεγαν: «Εσύ καλό μου, έχεις άνθη μέσα στην ψυχή, άνθη μοσχοβολιστά που είναι ανεκτίμητης αξίας. Όπως η δική σου αξία, ανεκτίμητη! Άνθη Χρυσά! Εξού και το όνομα σου. Ότι και να γίνει στην ζωή σου να θυμάσαι τα άνθη αυτά που πήραν το χρώμα τους από την χρυσή σου την καρδιά». Αυτή είναι η κάθετη έξοδος από τον λαβύρινθο. αυτή! Αυτή!
- Ποια κάθετη έξοδο, ποιος λαβύρινθος, τι λες;
- Τίποτα κάτι δικά μου, μην δίνεις σημασία.
Αυτά συζητούσαν ο Σωκράτης με την Χρυσάνθη και άλλα πολλά το απόγευμα εκείνο. Οι ημέρες περνούσαν αρμονικά, εκείνη στο ατελιέ της να δημιουργεί με όλο της το συναίσθημα να κυριαρχεί, ενώ εκείνος ακοίμητος φρουρός στο δικό της το πλευρό να της δίνει πνοή για την ζωή και ότι άλλο θα την έκανε λειτουργική.
Όσο για το έγινε με την επιχείρηση, την ζωή της στο χωρίο καθώς και την συναστροφή της με τον Σωκράτη, ίσως μάθετε κάποια άλλη φορά. Μέχρι τότε να σας προσέχετε και να μην ξεχνάτε ποτέ πως μετά την ανηφοριά θα έρθει η κατηφόρα. Όταν αυτή η κατηφόρα έρθει, να είστε σίγουροι ότι θα είναι η πιο γλυκιά που θα έχετε περπατήσει ποτέ στην ζωή σας και αυτό γιατί θα είναι ολόδική σας και κυρίως γιατί θα την έχετε επιλέξει!